δυσπαραμύθητος
From LSJ
ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful
English (LSJ)
[μῡ], ον,
A hard to appease, Pl.Ti.69d, Plu.Mar.45. II admitting no consolation, συμφορά, πάθος, J.AJ2.9.2, Poll.3.101.
German (Pape)
[Seite 686] schwer zu trösten, Plat. Tim. 69 d; schwer zu beruhigen, zu stillen, ἔρως Plut. Mar. 45; πάθος Poll. 3, 101.
Greek (Liddell-Scott)
δυσπαραμύθητος: -ον, δυσκολοπαρηγόρητος, Πλάτ. Τιμ. 69D, Πλούτ. Μαρ. 45.