ὁπλιτεύω
From LSJ
Θεοὶ μὲν γὰρ μελλόντων, ἄνθρωποι δὲ γιγνομένων, σοφοὶ δὲ προσιόντων αἰσθάνονται → Because gods perceive future things, men what is happening now, but wise men perceive approaching things
English (LSJ)
A serve as a man-at-arms, Th. 6.91, 8.73, Lys. 20.25, X.An.5.8.5 ; οἱ ὁπλιτεύοντες men now serving, opp. οἱ ὡπλιτευκότες, Arist.Pol.1297b13, cf. 1265b28.
German (Pape)
[Seite 359] ein Schwerbewaffneter sein, als Schwerbewaffneter dienen, Thuc. 6, 91. 8, 73 Xen. An. 5, 8, 5 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὁπλῑτεύω: ὑπηρετῶ ὡς ὁπλίτης, Θουκ. 6. 91., 8. 73, Λυσ. 160. 18, Ξεν. Ἀν. 5. 8, 5· οἱ ὁπλιτεύοντες, ἄνδρες νῦν ὑπηρετοῦντες ὡς ὁπλῖται, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ οἱ ὡπλιτευκότες, Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 13, 9, πρβλ. 2. 6, 16. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 131.