ἀπαραπόδιστος
From LSJ
ὀλιγαρχία δὲ τῶν μὲν κινδύνων τοῖς πολλοῖς μεταδίδωσι͵ τῶν δ΄ ὠφελίμων οὐ πλεονεκτεῖ μόνον, ἀλλὰ κτλ. → But an oligarchy gives the many a share of the danger, and not content with the largest part takes and keeps the whole of the profit (Thucyd. 6.39)
English (LSJ)
ον,
A free from embarrassment or interference, Arr.Epict.1.1.10, al., BGU 1124.44 (i B. C.); ὁρμή Hld.3.13; clear, διάνοια Hices. ap. Ath.15.689c. Adv. -τως Arr.Epict.2.13.21, S.E.M.1.178, PLond.3.1168.12 (i A. D.), Gal.4.725.
German (Pape)
[Seite 279] ungehindert, τὴν διάνοιαν ἀπ. φυλάσσει Hiees. Ath. XV, 680 c; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαραπόδιστος: -ον, ἀνεμπόδιστος, καθαρός, διαυγής, διάνοια Ἱκέσ. παρ’ Ἀθην. 689C· ὁρμὴ Ἡλιόδ. 3. 13. ― Ἐπίρρ. -τως Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 13, 21, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 178.