καταβόσκω
θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)
English (LSJ)
A feed flocks upon or in a place, ἀγρόν LXXEx.22.5(4); Χὠ τὰν Σαμίαν καταβόσκων the shepherd of Samos, Theoc.15.126, cf. PSI4.346.5 (iii B.C.):—Med., with aor. 1 Med. and Pass., fut. Pass., of the flock, feed upon, Longus 2.16; καταβοσκηθήσονται βοτάνην Gp. 2.39.2; devour, consume, of disease or pestilence, Call.Dian.125; δέμας καταβόσκεται ἄτη Nic.Th.244; ἡσυχίη δὲ πόλιν κ. reigns throughout . ., Tryph.503.
German (Pape)
[Seite 1340] (s. βόσκω), abweiden, vom Hirten, abhüten, ὁ τὰν Σαμίαν καταβόσκων Theocr. 15, 127. – Med. von den Heerden, abweiden, abfressen, κῆπον αἲξ ἐμὴ κατεβοσκήσατο Long. 2, 16; übh. verzehren, aufreiben, κτήνεα λοιμὸς καταβόσκεται Callim. Dian. 125; Nic. Th. 125 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
καταβόσκω: μέλλ. -βοσκήσω, βόσκω ποίμνια ἔν τινι τόπῳ, Λατ. depascere, χὠ τὰν Σαμίαν καταβόσκων, περιληπτ. οἱ ποιμένες τῆς Σάμου, Θεόκρ. 15. 126. ― Μέσ., μετὰ μέσ. ἀορ. α΄ καὶ παθ. ἐπὶ βοσκομένου ποιμνίου, βόσκομαι, τρέφομαι, Λατ. depasci, Λόγγος 2. 16, Γεωπ. 2. 39, 2· καταβιβρώσκω, καταναλίσκω, φθείρω, ἐπὶ λοιμοῦ, Καλλ. εἰς Ἄρτ. 125· δέμας καταβόσκεται ἄτη Νικ. Θηρ. 244· ἡσυχίη δὲ πόλιν καταβόσκει, καθ’ ἅπασαν τὴν πόλιν βασιλεύει ἡσυχία, Τρυφ. 503. ― Κατὰ τὸν Ἡσύχ.: «καταβόσκονται· τρέφονται. νέμονται. δαπανῶσιν».