φῶν

From LSJ
Revision as of 10:58, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_14)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man

Source

Greek (Liddell-Scott)

φῶν: μετοχ. γέν. ἀρσ. χρόνου ἐνεστ. τοῦ ῥήμ. φημί, Θ. Στουδ. σ. 924, ἔκδ. Mi. ― Ὅτι μὲν παλαιοὶ γραμματικοὶ παρεδέχοντο φῶ ῥῆμα σημαῖνον λέγω. σημειοῦται ἐν τῷ Θησ. Στεφ.· παράδειγμα ὅμως χρήσεως αὐτοῦ ἀληθοῦς ἐν συγγραφεῖ δὲν παρετέθη, καὶ ἴσως τῇ ἀληθείᾳ οὐδ’ εὑρίσκεται ἄλλο παρὰ τοῦτο τοῦ Στουδίτου. Συναγωγὴ Λέξ. Ἀθησ. Κουμανούδη.