δικτυώδης
From LSJ
English (LSJ)
ες,
A = δικτυοειδής, Sch.Ar.V.99, Poll.4.116. II Subst. -ῶδες, τό, = δ. πλέγμα, Hp.Ep.19 (Hermes 53.69).
German (Pape)
[Seite 630] ες, = δικτυοειδής, Schol. Ar. Vesp. 99.
Greek (Liddell-Scott)
δικτυώδης: -ες, (εἶδος) = δικτυοειδής, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφηξ. 99.