ἀράω

From LSJ
Revision as of 10:59, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_13b)

ἐὰν ἃ τοῖς ἄλλοις ἐπιτιμῶμεν, αὐτοὶ μὴ δρῶμεν → avoid doing what you would blame others for doing

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀράω Medium diacritics: ἀράω Low diacritics: αράω Capitals: ΑΡΑΩ
Transliteration A: aráō Transliteration B: araō Transliteration C: arao Beta Code: a)ra/w

English (LSJ)

   A plough, οὐδὲ τὰς ὁδὼς . . ἀρασόντι Tab.Heracl.1.133. (Cf. Lat. arare.)

Greek (Liddell-Scott)

ἀράω: μέλλ. -ήσω, παλ. ῥῆμα = βλάπτω˙ οὐδὲ τὰς ὁδὼς τὰς ἀποδεδειγμένας ἀράσοντι οὐδὲ συνέρξοντι οὐδὲ κωλύσοντι πορεύεσθαι (τὸ ἀράσοντι Δωρ. ἀντὶ ἀρήσουσι) Ἡρακλεωτ. Πίν. ἐν τῇ Συλλογ. Ἐπιγρ. 5774.133: - ἄλλως εὕρηται μόνον ἐν τῇ μετοχ. τοῦ παθ. πρκμ. ἀρημένος [ᾱ] καὶ ἑρμηνεύεται ὑπὸ τῶν γραμμ. βεβλαμμένος, ἅπαξ ἐν Ἰλ., ὁ μὲν δὴ γήραϊ λυγρῷ κεῖται ἐνὶ μεγάροις ἀρημένος Σ. 435˙ συχνότερ. ἐν Ὀδ. ὕπνῳ καὶ καμάτῳ ἀρημένος, καταπονημένος, (πρβλ. τὸ τοῦ Ὁρατίου ludo fatigatumq. somno) 6. 2˙ τίπτε τόσον, Πολύφημ’ , ἀρημένος ὧδ’ ἐβόησας Ι. 403˙ γήρᾳ ὕπο λιπαρῷ ἀρήμενον Λ. 136˙ δύῃ ἀρημένον Σ. 53. (Ἡ ῥίζα δὲν ἐξιχνιάσθη).