ὄνειαρ

From LSJ
Revision as of 11:01, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_5)

θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὄνειαρ Medium diacritics: ὄνειαρ Low diacritics: όνειαρ Capitals: ΟΝΕΙΑΡ
Transliteration A: óneiar Transliteration B: oneiar Transliteration C: oneiar Beta Code: o)/neiar

English (LSJ)

ᾰτος, τό (later perh. ὄνεαρ disyll., v. infr. 1.4), Ep. word,

   A that which brings profit, advantage, Il.22.486, Hes.Op.822, etc. ; μέγα στιβάδεσσιν ὄνειαρ boon for leafy couches, Theoc.13.34.    2 means of strengthening, refreshment, Od.4.444, 15.78, Hes.Op.41.    3 in pl. ὀνείᾰτα, food, victuals, freq. in Hom. (esp. Od.) in the line οἱ δ' ἐπ' ὀνείαθ' ἑτοῖμα προκείμενα χεῖρας ἴαλλον Od.1.149. al. ; also of rich presents, τοσσάδ' ὀνείατ' ἄγων Il.24.367.    4 of persons, πᾶσιν ὄ., of Hector, 22.433 ; πῆμα κακὸς γείτων, ὅσσον τ' ἀγαθὸς μέγ' ὄ. Hes. Op.346 ; ἀθανάτοις θνητοῖσί τ' ὄνεαρ (-εα- syniz.) καὶ χάρμα τέτυκται, of Demeter, h.Cer.269 (cj. Ilgen, for ὄνειαρ).    II for ὄναρ (v. ὄναρ 1.1 fin., ὄνειρος I), dream, τοὐμὸν ὄ. ἐμοί Call.Epigr.49, cf. AP7.42. (The true spelling in early Ion. is prob. ὄνηαρ, which is called Aeol. by Choerob. in An.Ox.2.245 : hence later Ion. ὀνέᾱρ : prob. from *ὀνᾱϝαρ, cf. ὀνίνημι.)

German (Pape)

[Seite 345] ατος, τό (ὀνίνημι), 1) alles Nutzen Bringende, Hülfe, Beistand, πᾶσί τ' ὄνειαρ, Il. 22, 433; οὔτε σὺ τούτῳ ἔσσεαι, Ἕκτορ, ὄνειαρ, ἐπεὶ θάνες, 486; πῆμα κακὸς γείτων, ὅσσον τ' ἀγαθὸς μέγ' ὄνειαρ, Hes. O. 348, vgl. 824; Stärkung, Erquickung, ἐφράσατο μέγ' ὄνειαρ, wo es eine Hülfe ist, gegen den Gestank nützt, Od. 4, 444, vgl. 15, 78; Hes. O. 41. – Gew. sind ὀνείατα erquickende Nahrungsmittel, Speisen, οἱ δ' ἐπ' ὀνείαθ' ἑτοῖμα προκείμενα χεῖρας ἴαλλον, Od. oft; Il. 24, 367, τοσσάδ' ὀνείαθ' ἄγοντα, sind Güter, Kostbarkeiten gemeint. Einzeln bei sp. D.; λειμὼν μέγα στιβάδεσσιν ὄνειαρ Theocr. 13, 34, zu den Lagern sehr behülflich; ὕπνου βληχρὸν ὄνειαρ, Qu. Sm. 2, 182. – 2) = ὄναρ, der Traum, Callim. 27 (VI, 310); Ep. ad. 565 (VII, 42); vgl. Iac. A. P. p. 227. – [ll. h. Cer. 269 müßte, wenn die Lesart richtig ist, die mittlere Sylbe kurz sein.]

Greek (Liddell-Scott)

ὄνειαρ: ᾰτος, τό, (ὀνίνημι) Ἐπικ. λέξις, ὄφελος, βοήθεια, κέρδος, ἐπικουρία, ὠφέλημα, Ἰλ. Χ. 433, 486, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 820, κτλ. 2) μέσον ἐνισχύσεως τῶν δυνάμεων, ἀναψυκτικόν, Ὀδ. Δ. 444., Ο. 78, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 41˙ στιβάδεσσιν ὄνειαρ, καλὸν διὰ στιβάδας, στρωμνάς, Θεόκρ. 13. 34˙ ― ὅθεν 3) ἐν τῷ πληθ. ὀνείᾰτα, τροφαί, ἐδέσματα, φαγητά, συχνὸν παρ’ Ὁμ. (μάλιστα ἐν Ὀδ.) ἐν τῷ στίχῳ, οἱ δ’ ἐπ’ ὀνείαθ’ ἑτοῖμα προκείμενα χεῖρας ἴαλλον Ἰλ. Ι. 91˙ ― οὕτως ἐκαλοῦντο καὶ τὰ πλούσια δῶρα, τοσσάδ’ ὀνείατ’ ἄγων Ἰλ. Ω. 367. 4) ἐπὶ προσώπων, πᾶσιν ὄνειαρ, ἐπὶ τοῦ Ἕκτορος, Ἰλ. Χ. 433˙ πῆμα κακὸς γείτων, ὅσσον τ’ ἀγαθὸς μέγ’ ὄνειαρ Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 344˙ ― περὶ τοῦ ἐν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 270, ἴδε ὄναρ ΙΙΙ. ΙΙ. ἀντὶ ὄναρ, ὄνειρον, Καλλ. ἐν Ἀνθ. Π. 6. 310, πρβλ. 7. 42.