ἄθροισμα
Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist
English (LSJ)
τό,
A that which is gathered, a gathering, ἀστῶν E.Or.874, cf. LXX 1 Ma.3.13; κυνῶν D.S.34.2.30. 2 process of aggregation, Pl.Tht.157b; aggregate, τέχνη ἄ. καταλήψεων Chrysipp.Stoic.2.23; ψυχὴ ἐννοιῶν καὶ προλήψεων ἄ. ib.2.228, cf. Gal.1.67; compound, Max. Tyr.40.5. II in Epicur. philos., assemblage of atoms, Epicur. Fr.59, al.; esp. of the human organism, Id.Ep.1p.19U., al.
German (Pape)
[Seite 48] τό, Versammlung, λαοῦ Eur. Or. 872; Häufung, Masse, Plat. Theaet. 157 b.
Greek (Liddell-Scott)
ἄθροισμα: τὸ συναθροισθέν, συνάθροισις, λαοῦ, Εὐρ. Ὀρ. 874. 2) ἡ ἐνέργεια τῆς συναθροίσεως, Πλάτ. Θεαίτ. 157Β. ΙΙ. παρ’ Ἐπικούρ. τῷ φιλοσόφ. = ἡ συνδρομὴ τῶν ἀτόμων, Διογ. Λ. 8. 66.