ἀποκτίννυμι
ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low
German (Pape)
[Seite 309] (die alten Gramm. ziehen ἀποκτίνυμι vor, s. B. A. p. 29), nur praes. u. impf., = ἀποκτείνω, Plat. Polit. 298 b Phaed. 61 e 62 c u. sonst bei Plat. häufiger als die gew. Form. Auch Redner, Lys. 20, 8 Dem. Lept. 158.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποκτίννῡμι: ἢ -κτίνῡμι, (Α. Β, 29), = ἀποκτείνω, εἶναι ὁ συνηθέστερος τύπος τοῦ ἐνεστῶτος παρὰ Πλάτ., γ΄ ἑν -κτίννῡσι, Κρατῖνος ἐν «Βουκόλοις» 3, Πλάτ. Γοργ. 469A, α΄ πληθ. -κτίννῡμεν, αὐτόθι 468B, γ΄ πληθ. -ύᾱσι (ἴδε κατωτ.), ὑποτακτ. -ύῃ, Πολ. 565E· εὐκτ. -ύοι, Φαίδων 62C· ἀπαρ. -ύναι Λυσ. 120, 38, Πλάτ. Φαίδων 58B, κτλ., μετοχ. -ὺς Κρίτων 48C, κτλ. Ὁ ἐνεστὼς ἀποκτιννύω ἀποδοκιμάζεται ὑπὸ τῶν ἀττικιζόντων, οἵτινες γράφουσιν ἀποκτιννύασι ἀντὶ -ουσι, ἐν Πλάτ. Γοργ. 466C καὶ Ξεν. Ἑλλ. 4. 4, 2, πρβλ. Ἀν. 6. 3, 5· γ΄ πληθ. παρατ. ἀπεκτίννυσαν ἀντὶ -υον, ὁ αὐτ. Ἑλλ. 5. 2, 43, πρβλ. Ἀν. 6. 5, 28.