βουκράνιον
From LSJ
English (LSJ)
[ᾱ], τό,
A ox-head, EM207.55. II = ἄμπελος μέλαινα, Ps.-Dsc.4.183. 2 = ἀντίρρινον, ib.130, Gal.19.82. III machine for reducing dislocations, Orib.49.4.74.
German (Pape)
[Seite 456] τό, 1) der Ochsenkopf, E. M. – 2) eine Pflanze, Diosc. – 3) ein chirurgisches Instrument, Oribas.
Greek (Liddell-Scott)
βουκράνιον: τό, βοὸς κεφαλή, κρανίον, Ε. Μ. 207. 55. ΙΙ. ὄνομα φυτοῦ τινος, τὸ ἄλλως ἀντίρρινον, Διοσκ. 4. 185. ΙΙΙ. εἶδος χειρουργικοῦ ἐργαλείου, Ὀρειβάσ. σ. 129 Mai.