βραδυτής
From LSJ
English (LSJ)
ῆτος, ἡ,
A slowness, sluggishness, βραδυτῆτί τε νωχελίη τε Il.19.411; so of persons, S.Ant.932 (anap.), Th.1.71, 5.75, Pl.Phd. 109d, Thphr.Char.14.1: in pl., Isoc.4.141, D.18.246: lit. slowness, opp. τάχος, Pl.Ti.39b, cf. Arist. Ph.228b29.
German (Pape)
[Seite 461] ῆτος, ἡ, Langsamkeit, Trägheit, Il. 19, 411 (ἅπαξ εἰρημ.); Soph. Ant. 932; Prosa, Plat. öfter, wie Folgde. Ggstz. τάχος Gorg. 496 b; plur., ἔνεισι ἐν ταῖς βασιλέως πράξεσιν Isocr. 1, 142; vgl. Dem. 18, 246. – Vom Geiste, Stumpfsinn, Theophr. Ch. 14.
Greek (Liddell-Scott)
βρᾰδυτής: ῆτος, ἡ, βραδύτης, ἀργοπορία, βραδυτῆτί τε νωχελίῃ τε Ἰλ. Τ. 411· ἀκολούθως ἐν Σοφ. Ἀντ. 932, Θουκ. 1, 71., 5. 75, Πλάτ. κτλ.· κατὰ πληθ., Ἰσοκρ. 70Α, Δημ. 308. 29. 2) ἐπὶ τοῦ νοῦ, Πλάτ. Φαίδων. 109C, Θεόφρ. Χαρ. 14.