κόπος

From LSJ
Revision as of 11:16, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_19)

λύχνον μεθ᾿ ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων “ἄνθρωπον ζητῶ” → He lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, “I am looking for a human

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κόπος Medium diacritics: κόπος Low diacritics: κόπος Capitals: ΚΟΠΟΣ
Transliteration A: kópos Transliteration B: kopos Transliteration C: kopos Beta Code: ko/pos

English (LSJ)

ὁ, (κόπτω)

   A striking, beating, ὀξύχειρι σὺν κόπῳ (Pauw for κτύπῳ) A.Ch.23 (lyr.); στέρνων κόπους (Seidler for κτύπους) E.Tr.794 (anap.); = κοπανισμός, Hsch.    II toil and trouble, suffering, A. Supp.210 (pl.); ἀνδροδάϊκτος κόπος Id.Fr.132ap.Ar.Ra.1265; pain of a disease, S.Ph.880; κόπους παρέχειν τινί to give trouble, Ev.Matt.26.10, al., PTeb.21.10 (ii B. C.), BGU844.10 (i A. D.); κόπον ἔχειν Phld. Mus.p.62 K.; πάντα κ. ἀναδεξάμενος SIG761B6 (Delph., i B. C.).    2 fatigue, Hp.VM21, Gal.6.190; κόπου ὕπο from very weariness, E. Ba.634; κόπῳ παρεῖμαι Id.Ph.852; κόπῳ δαμέντες, ἁλίσκεσθαι, Id.Rh.764, Th.7.40; τῷ κ. ξυνεῖναι Ar.Pl.321; τὰ γόνατα κ. ἕλοι μου Id.Lys.542: in pl., E.Rh.124; κόποι καὶ ὕπνοι Pl.R.537b, cf. X.Eq. 4.2, 2 Ep.Cor.6.5, etc.; περὶ κόπων title of work by Thphr.    3 work, exertion, καμάραν ἀφ' ἱδίων κόπων ἐποίησεν IG12(7).384 (Amorgos), cf. BGU884.10 (i A. D.); κόπῳ κόπον λύειν prov. in Orib.Eup. 1.2.8.

German (Pape)

[Seite 1483] ὁ, 1) das Schlagen, der Schlag; Aesch. bei Aristoph. Ran. 1265 Φθιῶτ' Ἀχιλλεῦ, τί ποτ' ἀνδροδάϊκτον ἀκούων ἰὴ κόπον οὐ πελάθεις ἐπ' ἀρωγάν (Aesch. frgm. Dind. 1251; – bes. das Schlagen der Brust, als Zeichen der Wehklage, planctus, κόπων οἴκτειρε μὴ 'πολωλότας Aesch. Suppl. 206. – 2) Ermüdung nach der Anstrengung, Mattigkeit; κόπῳ παρεῖσθαι Eur. Phoen. 859; ὑπὸ κόπου παρεῖσθαι Bacch. 643; καματηρός Ar. Lys. 541; κόποι καὶ ὕπνοι Plat. Rep. VII, 537 b; Xen. re equ. 4, 2; Sp., κόπῳ δαμείς Anacr. 31, 5. Auch von einer Krankheit, ἡνίκ' ἂν κόπος μ' ἀπαλλάξῃ ποτέ Soph. Phil. 868.

Greek (Liddell-Scott)

κόπος: -ου, ὁ, (κόπτω) κτύπημα, κτύπος, ὀξύχειρι σὺν κόπῳ (κατὰ Pauw ἀντὶ κτύπῳ), Αἰσχύλ. Χο. 23· στέρνων κόπους (κατὰ Seidl. ἀντὶ κτύπους) Εὐρ. Τρῳ. 789. ΙΙ. ὡς καὶ νῦν, μόχθος, ταλαιπωρία, κακοπάθεια, Αἰσχύλ. Ἱκ. 210· ἀνδροδάϊκτος κόπος ὁ αὐτ. (ἐν Ἀποσπ. 131) παρ’ Ἀριστοφ. Βατρ. 1264, πρβλ. 1267 κἑξ.· ὁ πόνος νόσου τινός, Σοφ. Φιλ. 880. 2) κόπωσις, ἐξάντλησις, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 17· ὑπὸ κόπου, ἕνεκα κοπώσεως, Εὐρ. Βάκχ. 834· κόπῳ παρεῖσθαι ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 852· κόπῳ δαμῆναι ὁ αὐτ. ἐν Ρήσ. 764· τῷ κ. ξυνεῖναι Ἀριστοφ. Πλ. 321· τὰ γόνατα κ. ἑλεῖ μου ὁ αὐτ. ἐν Λυσ. 542· ἐν τῷ πληθ., Εὐρ. Ρῆσ. 124· κόποι καὶ ὕπνοι Πλάτ. Πολ. 537Β, πρβλ. Ξεν. Ἱππ. 4. 2, κτλ.