κατήκοος

From LSJ
Revision as of 11:17, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_15)

ἀλλ' ἐσθ' ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → but death is the ultimate healer of ills

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατήκοος Medium diacritics: κατήκοος Low diacritics: κατήκοος Capitals: ΚΑΤΗΚΟΟΣ
Transliteration A: katḗkoos Transliteration B: katēkoos Transliteration C: katikoos Beta Code: kath/koos

English (LSJ)

ον, (κατακούω)

   A hearing, τῶν εἴ τίς ἐστιν . . κατήκοος if any has heard tidings of them, S.Ichn.77; listening to, κ. λόγων student of philosophy, Pl.Ax.365b.    2 spy, eavesdropper, κατάσκοποι καὶ κ. Hdt.1.100, D.C.42.17.    II hearkening to, obedient, Hdt.7.155, S.Ant.642; τινος to another, Μήδων, Περσέων κ., Hdt.1.72, 143, al.; τὰ παραθαλάσσια . . Περσέων κ. ἐποίεε Id.5.10; κ. τοῦ κοσμητοῦ IG22.1011.20; τὸ ἐπιθυμητικὸν κ. [τοῦ λόγου] Arist.EN1102b31: c. dat., Κροίσῳ κ. Hdt.1.141, cf.3.88; τῇ πόλει κ. γενέσθαι Pl.R.499b.    III giving ear to, εὐχωλῇσι AP6.199 (Antiphil.).

German (Pape)

[Seite 1400] 1) behorchend, als Verräther, Spion; Her. 1, 100; κατάσκοποι καὶ κατήκοοι D. Cass. 42, 17. – 2) darauf hörend, gehorchend; Soph. Ant. 638; τινός, Plat. Men. 71 e Rep. VIII, 562 d; τινί, VI, 499 b; unterworfen, Unterthan, ἔσαν οὗτοι Μήδων κατήκοοι Her. 1, 72; Κροίσῳ ἔσαν κατήκοοι 1, 141. – 31 erhörend, εὐχωλῇσι Antiphil. 5 (VI, 199); übh. hörend, κατήκοος λόγων, der Hörer, Plat. Ax. 365 b.

Greek (Liddell-Scott)

κατήκοος: -ον, (κατακούω), προσέχων, μετὰ προσοχῆς ἀκούων, ἀκροατής, λόγων Πλάτ. Ἀξίοχ. 365Α·― ὡς οὐσιαστ., ὁ «κρυφοακούων», ὠτακουστής, κατάσκοπος, κατάσκοποι καὶ κατ. Ἡρόδ. 1. 100, πρβλ. Δίωνα Κ. 42. 17. ΙΙ. ἀκούων τινά, εὐπειθὴς προσέχων εἴς τινα, ὑπήκοος, ὑποτεταγμένος, Ἡρόδ. 7. 155, Σοφ. Ἀντ. 642· τινός, εἴς τινα, Μήδων, Περσέων κατήκοοι Ἡρόδ. 1. 72, 143, κ. ἀλλ.· τὰ παραθαλάσσια… Περσέων κ. ἐποίεε 5. 10· ὡσαύτως μετ. δοτ., Κύρῳ κ. αὐτόθι 141, πρβλ. 3. 88. ΙΙΙ. δίδων ἀκρόασιν εἴς τινα, εὐχωλῇσι Ἀνθ. Π. 6. 199.