σωζόπολις
From LSJ
Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
English (LSJ)
εως, ὁ, ἡ,
A gloss on ὀρθόπολις, Sch.Pi.O.2.14.
German (Pape)
[Seite 1058] ὁ, ἡ, = σωσίπολις, Schol. Pind. Ol. 2, 14.
Greek (Liddell-Scott)
σωζόπολις: -εως, ὁ, ἡ, = σωσίπολις, Σχόλ. εἰς Πινδ. Ο. 2. 14.