διεξίημι

From LSJ
Revision as of 11:19, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_2)

Ἤθους δὲ βάσανός ἐστιν ἀνθρώποις χρόνος → Est moris explorator humani dies → Des menschlichen Charakters Wetzstein ist die Zeit

Menander, Monostichoi, 219
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διεξίημι Medium diacritics: διεξίημι Low diacritics: διεξίημι Capitals: ΔΙΕΞΙΗΜΙ
Transliteration A: diexíēmi Transliteration B: diexiēmi Transliteration C: dieksiimi Beta Code: dieci/hmi

English (LSJ)

strengthd. for ἐξίημι,

   A let pass through, διεξῆκαν αὐτοὺς διὰ τῆς πόλεως Hdt.4.203.    II intr., of a river, empty itself, ἐς θάλασσαν Th.2.102 (s.v.l.).

German (Pape)

[Seite 620] (s. ἵημι), durch- u. herauslassen, τινὰ διὰ τοῦ ἄστεος, Her. 4, 203; scheinbar intrans., vom Flusse, διεξιεὶς εἰς θάλασσαν, Thuc. 2, 102, sich ergießen.

Greek (Liddell-Scott)

διεξίημι: πρβλ. τὸ ἐξίημι, ἀφίνω τινὰ νὰ διέλθῃ διὰ μέσου, ἐῶ διεξελθεῖν, διεξῆκαν αὐτοὺς διὰ τοῦ ἄστεως Ἡρόδ. 4. 208. ΙΙ. ἀμετάβ. (ἐξυπακ. τοῦ αὑτόν), ἐπὶ ποταμοῦ, ἐκβάλλω, ἐς θάλασσαν Θουκ. 2. 102· πρβλ. ἐξίημι, ἐκδίδωμι.