μάλη
τί δ' ἢν ῥαφανιδωθῇ πιθόμενός σοι τέφρᾳ τε τιλθῇ, ἕξει τινὰ γνώμην λέγειν τὸ μὴ εὐρύπρωκτος εἶναι; → What if he should have a radish shoved up his ass because he trusted you and then have hot ashes rip off his hair? What argument will he be able to offer to prevent himself from having a gaping-anus | but suppose he trusts in your advice and gets a radish rammed right up his arse, and his pubic hairs are burned with red-hot cinders. Will he have some reasoned argument to demonstrate he's not a loose-arsed bugger
English (LSJ)
[ᾰ], ἡ,
A arm-pit, almost confined to the phrase ὑπὸ μάλης under the arm (cf. Ruf.Onom.76), esp. as the place for carrying concealed weapons, ξιφίδια ὑπὸ μ. ἔχοντας X.HG2.3.23; λαβὼν ὑπὸ μ. ἐγχειρίδιον Pl.Grg.469d, cf. Ptol.Euerg.3 J.; δόρυ δῆθ' ὑπὸ μ. ἥκεις ἔχων; Ar. Lys.985: Com., λαγύνιον ἔχων ὑπὸ μ. Diph.3.3; also, of fighting-quails, ὑπὸ μ. λαβεῖν Pl.Lg.789c; κρύπτειν ὑπὸ μ. Luc.Ind.23 (but ὑπὸ μάλην ἔχειν Gall.14); ὑπὸ τὴν μ. πατάξας Plb.Fr.202; παρὰ τὴν μ. ἢ ὑπὸ ζώνην, of a horse, Hippiatr.26. 2 underhand, secretly, οὐδ' ὑπὸ μ. ἡ πρόκλησις γέγονεν, ἀλλ' ἐν τῇ ἀγορᾷ μέσῃ D.29.12, cf. D.C.46.23.
German (Pape)
[Seite 90] ἡ, die Achsel (vgl. μασχάλη, ala, axilla, Buttm. Lexil. I p. 195), scheint sich nur in der Verbindung ὑπὸ μάλης, u. Sp. auch ὑπὸ μάλην (s. Lob. Phryn. 196), erhalten zu haben, unter der Achsel, d. i. heimlich, versteckt, hinterlistig, wie man meuchlerische Mordwaffen unter dem Arme versteckt trug; δόρυ ὑπὸ μάλης ἔχων, Ar. Lys. 984; λαβὼν ὑπὸ μάλης ἐγχειρίδιον, Plat. Gorg. 469 d, wo der Schol. bemerkt ἐπὶ τοῦ κρυφίως τι πράττειν, vgl. Legg. VII, 789 c; ξιφίδια ὑπὸ μάλης ἔχοντας, Xen. Hell. 2, 3, 23; übertr., ὑπὸ μάλης ἡ πρόκλησις ἐγένετο Dem. 29, 12, Sp.; vgl. Luc. Alex. 15 D. Mut. 10, 9; D. C. 46, 23.
Greek (Liddell-Scott)
μάλη: [ᾰ], ἡ, πιθανῶς καθωμιλημένος τύπος τοῦ μασχάλη, ἀπαντῶν μόνον ἐν τῇ φράσει: ὑπὸ μάλης, ὑπὸ τὴν μασχάλην, ὅπου δύναταί τις νὰ κρύψῃ ὅπλον, ξιφίδια ὑπὸ μάλης ἔχοντας Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 23· λαβὼν ὑπὸ μάλης ἐγχειρίδιον Πλάτ. Γοργ. 469D· ἀνθ’ οὗ ὁ Ἀριστοφ. ἐν Λυσ. 985 λέγει κωμικῶς, δόρυ δῆθ’ ὑπὸ μάλης ἥκεις ἔχων· ὡσαύτως, κρύπτειν ὑπὸ μάλης Λουκ. πρὸς Ἀπαίδευτ. 23· καὶ ἐν τῷ Ἐνυπν. 14, ὑπὸ μάλην ἔχειν· - ἐντεῦθεν, 2) λάθρᾳ, κρυφίως, Λατ. furtim, ὑπὸ μάλης λαβεῖν Πλάτ. Νόμ. 789C· οὐδ’ ὑπὸ μάλης ἡ πρόσκλησις γέγονεν, ἀλλ’ ἐν τῇ ἀγορᾷ μέσῃ Δημ. 848. 12, πρβλ. Δίωνα Κ. 46. 23.