σωματοκάπηλος
From LSJ
Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this life – rather, it is just a corpse with a soul
German (Pape)
[Seite 1060] ὁ, = σωματέμπορος, Chrysost.
Greek (Liddell-Scott)
σωμᾰτοκάπηλος: [ᾰ], ὁ, = σωματέμπορος, καθάπερ οἱ προβατοπῶλαι καὶ οἱ σωματοκάπηλοι Ἰω. Χρυσ. τ. 10, σ. 448Β.