αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man
Full diacritics: λῠγέα | Medium diacritics: λυγέα | Low diacritics: λυγέα | Capitals: ΛΥΓΕΑ |
Transliteration A: lygéa | Transliteration B: lygea | Transliteration C: lygea | Beta Code: luge/a |
ἡ,
A = λύγος, Eust.834.37.
λυγέα: ἡ, = λύγος, «ἐκ δὲ τοῦ τοιούτου λύγου καὶ τὸ λυγίζειν - λέγεται δὲ λυγέα ἰδιωτικῶς» Εὐστ. Θεσσ. σελ. 834. 39, πρβλ. Κόντου Φιλολογ. Σύμμικτα ἐν «Ἀθηνᾶς» τ. Γ΄, σ. 563.