ξυρίς

From LSJ
Revision as of 11:33, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_12)

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξῠρίς Medium diacritics: ξυρίς Low diacritics: ξυρίς Capitals: ΞΥΡΙΣ
Transliteration A: xyrís Transliteration B: xyris Transliteration C: ksyris Beta Code: curi/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ,

   A gladwyn, Iris foetidissima, Dsc.4.22, Plin.HN21.143, Gal.12.87 :—also written ξίρις, Thphr.HP9.8.7, Choerob. in An.Ox. 2.242 ; ξειρίς, Hsch. ; ξείρης, Ar.Fr.831 ; cf. ξιρίς.    II pl., a kind of shoe, Phot.

German (Pape)

[Seite 282] ίδος, ἡ, eine gewürzige Pflanze, wie die Schwertlilie, wahrscheinlich von der Aehnlichkeit ihrer Blätter mit einem Scheermesser, ξυρόν benannt, Diosc.; auch ξερίς u. ξηρίς.

Greek (Liddell-Scott)

ξῠρίς: -ίδος, ἡ, φυτόν τι ἐκ τοῦ εἴδους τῆς ἴριδος (ὡς τὸ ξιφίς), καλούμενον οὕτως ἐκ τῶν φύλλων αὐτοῦ παρεμφερῶν πρὸς ξυράφιον, πιθ. Iris foetidissima, Διοσκ. 4. 22, Πλίν. 21. 83˙ - φέρεται ξίρις παρὰ Θεοφρ. ἐν τῷ π. Φυτ. Ἱστ. 9. 8, 7, πρβλ. Ἀνέκδ. Ὀξων. 2. 242˙ ξειρὶς παρ’ Ἡσυχ.˙ ξείρης Φώτ. ΙΙ. πληθ., εἶδος ὑποδήματος (πρβλ. ἀναξυρίδες), Φώτ.