ἀποκρισιάριος
From LSJ
χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
Greek (Liddell-Scott)
ἀποκρισιάριος: ὁ, ἀπεσταλμένος, πρεσβευτής, Γεωργ. Ἀλεξανδρ. βίος Χρυσ. σ. 205, 13.