κερατόπους
From LSJ
English (LSJ)
ὁ, ἡ, πουν, τό, gen. ποδος,
A hornfooted, hoofed, Gloss.
German (Pape)
[Seite 1422] ποδος, hornfüßig, Pan.
Greek (Liddell-Scott)
κερᾱτόπους: ὁ, ἡ, πουν, τό, ἔχων τοὺς πόδας ἐκ κερατίνης οὐσίας, ἔχων ὁπλάς, Γλωσσ.