χωνίον
From LSJ
English (LSJ)
τό, Dim. of χώνη or χῶνος,
A crucible, interpol. in Suid. s.v. χωνεῖον.
German (Pape)
[Seite 1386] τό, dim. von χώνη, χῶνος, Schmelztiegel.
Greek (Liddell-Scott)
χωνίον: τό, ὑποκορ. τοῦ χώνη ἢ χῶνος, «χωνεῖον, τὸ χωνευτήριον, χωνίον δὲ τὸ ἐργαλεῖον» Σουΐδ.