flattening
From LSJ
φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy
English > Greek (Woodhouse)
adj. P. κολακικός, κολακευτικός, θωπευτικός, Ar. θωπικός. Flattering words: P. and V. θῶπες λόγοι (Eur., Frag.).
φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy
adj. P. κολακικός, κολακευτικός, θωπευτικός, Ar. θωπικός. Flattering words: P. and V. θῶπες λόγοι (Eur., Frag.).