ἄδωρος

From LSJ
Revision as of 19:27, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

φοβοῦ τὸ γῆρας, οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον → fear old age, for it never comes alone

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄδωρος Medium diacritics: ἄδωρος Low diacritics: άδωρος Capitals: ΑΔΩΡΟΣ
Transliteration A: ádōros Transliteration B: adōros Transliteration C: adoros Beta Code: a)/dwros

English (LSJ)

ον,

   A taking no gifts, incorruptible, c. gen., -ότατος χρημάτων Th.2.65. Adv. -ως Poll.8.11: Sup., D.C.72.10.    b receiving no gifts, Max. Tyr.11.8.    2 unpaid, πρέσβευσις IG7.2712 (Acraephia).    II giving no gifts, c. gen., ἄ. τινος not giving it, Pl.Smp. 197d; ἀ. ἐλαφαβολίαις by hunting from which no gifts were offered, S.Aj.177 (lyr.); miserly, Aret.SD1.5.    III ἄδωρα δῶρα gifts that are no gifts, like βίος ἀβίωτος, S.Aj.665.

German (Pape)

[Seite 38] ohne Geschenk, a) kein Geschenk gebend, Plat. Conv. 197 d. – Gewöhnlicher b) kein Geschenk annehmend, unbestechlich, χρημάτων ἀδωρότατος Fhuc. 2, 65; Plut. Pericl. 15. – c) δῶρα ἄδωρα Soph. Ai. 650, Unglücksgaben, Geschenke, die in der That keine sind.

Greek (Liddell-Scott)

ἄδωρος: -ον, ἄνευ δώρων, μὴ λαμβάνων δῶρα, ἀδιάφθορος, μετὰ γεν. ἀδωρότατος χρημάτων, Θουκ. 2. 65: - Ἐπίρρ. -ως, Πολυδ. 8. 11. 2) ἄμισθος· πρέσβευσις, Συλλ. Ἐπιγρ. 1625. 25. ΙΙ. ὁ μὴ δίδων δῶρα· μ. γεν. ἄδ. τινος, μὴ δίδων αὐτὸ ὡς δῶρον, Πλάτ. Συμπ. 197D. - ἀδώροις ἐλαφηβολίαις, διὰ θήρας, ἀφ’ ἧς οὐδὲν δῶρον ἐδόθη, Σοφ. Αἴ. 178. ΙΙΙ. ἄδωρα δῶρα, = δῶρα τὰ ὁποῖα δὲν εἶναι ὄντως δῶρα, ὡς βίος ἀβίωτος, αὐτόθι 674· πρβλ. δύσδωρος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 incorruptible;
2 qui n’est pas un présent : ἄδωρα δῶρα SOPH présents qui n’en sont pas, présents funestes.
Étymologie: ἀ, δῶρον.