συγκαταζεύγνυμι

From LSJ
Revision as of 19:28, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκαταζεύγνῡμι Medium diacritics: συγκαταζεύγνυμι Low diacritics: συγκαταζεύγνυμι Capitals: ΣΥΓΚΑΤΑΖΕΥΓΝΥΜΙ
Transliteration A: synkatazeúgnymi Transliteration B: synkatazeugnymi Transliteration C: sygkatazeygnymi Beta Code: sugkatazeu/gnumi

English (LSJ)

   A yoke together, join in marriage, τινά τινι Plu.Cam.2, cf. Sor.1.34:—Pass., ἄτῃ συγκατέζευκται κακῇ has become a yoke-fellow with misery, S.Aj.123; cf. συγκεράννυμι.

German (Pape)

[Seite 964] (s. ζεύγνυμι), mit einander od. zusammen verbinden; ὁθούνεκ' ἄτῃ συγκατέζευκται κακῇ, Soph. Ai. 123, Einen ans Unglück fesseln; bes. von der Ehe, τοὺς ἀγάμους ταῖς χηρευούσαις γυναιξί, Plut. Camill. 2; Luc. Tox. 25.

Greek (Liddell-Scott)

συγκαταζεύγνῡμι: μέλλ. -ξω, συζευγνύω, συνδέω, εἰς γάμον, τινά τινι Πλουτ. Κάμιλλ. 2. - Παθ., ἄτῃ συγκατέζευκται κακῇ, συνέζευκται δεινῇ ἄτῃ, εἶναι συνεζευγμένος μετὰ δεινῆς δυστυχίας, Σοφ. Αἴ. 123· πρβλ. συγκεράννυμι.

French (Bailly abrégé)

unir : τινά τινι une personne à une autre.
Étymologie: σύν, καταζεύγνυμι.