ἀνθρωποκτόνος

From LSJ
Revision as of 19:38, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνθρωποκτόνος Medium diacritics: ἀνθρωποκτόνος Low diacritics: ανθρωποκτόνος Capitals: ΑΝΘΡΩΠΟΚΤΟΝΟΣ
Transliteration A: anthrōpoktónos Transliteration B: anthrōpoktonos Transliteration C: anthropoktonos Beta Code: a)nqrwpokto/nos

English (LSJ)

ον,

   A murdering men, homicide, E.IT389, 1 Ep.Jo.3.15, Ev.Jo.8.44.    II proparox., ἀνθρωπόκτονος βορά feeding on slaughtered men, E.Cyc.127.

German (Pape)

[Seite 234] Menschen mordend, Eur. I. T. 389; – ἀνθρωπόκτονος, von Menschen gemordet; βορά, Fraß von gemordeten Menschen, Eur. Cycl. 127; vgl. Schol. Soph. Ai. 40.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθρωποκτόνος: -ον, (κτείνω), ὁ ἀποκτείνων ἀνθρώπους, φονεύς, Εὐρ. Ι. Τ. 389. ΙΙ. ἀνθρωπόκτονος, προπαροξυτόνως ἔχει παθ. σημασ., βορᾷ χαίρουσιν ἀνθρωποκτόνῳ; ἀγαπῶσι νὰ τρώγωσι φονευμένους ἀνθρώπους; ὁ αὐτ. Κύκλ. 127.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
(personne) homicide.
Étymologie: ἄνθρωπος, κτείνω.