συνεπιμαρτυρέω
From LSJ
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
English (LSJ)
A join in attesting, Arist.Mu.400a15, Thphr.CP6.16.6, Ep.Hebr.2.4; τινι with one, Plb.25.6.4, Aristeas191, Plu.2.542c, Gal.15.583, Ath.13.595e; add one's evidence, Plu.2.486c,539d. II Astrol., to be also configurate, of planets, Nech. ap. Vett.Val.279.3, Cat.Cod.Astr.2.187.
Greek (Liddell-Scott)
συνεπιμαρτῠρέω: ἀπὸ κοινοῦ ἐπιμαρτυρῶ, συνεπιμαρτυρεῖ ὁ βίος ἅπας Ἀριστ. π. Κόσμ. 6. 31· τινι, μετά τινος, Πολύβ. 26. 9, 4, Ἀθήν. 595Ε, κτλ. ΙΙ. ἀπὸ κοινοῦ συνιστῶ, φέρω καλὴν μαρτυρίαν περί τινος, Πλούτ. 2. 486C, 539D, κτλ.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
donner un témoignage favorable à, approuver, recommander.
Étymologie: σύν, ἐπιμαρτυρέω.