παρακλητικός
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
ή, όν,
A stimulating, νοήσεως Pl.R.523e ; τῆς διανοίας ib.524d ; hortatory, π. τι ᾄδειν Phld. Mus.p.18K.; σημαίνειν τὰ π. τοῦ πολέμου D.H.4.17 ; λόγος π. ὁμονοίας ib. 26 ; π. λόγοι LXX Za. 1.13 ; π. εἰς εὐσέβειαν Iamb.Protr.21. II π. ὁμολογία agreement concluded on demand (cf. παράκλησις 1.4), POxy.125.11 (vi A.D.), etc.
German (Pape)
[Seite 483] ή, όν, zurufend, ermunternd; τινός, z. B. τῆς διανοίας, Plat. Rep. VII, 524 d; Folgde; Pol. 24, 2, 9; λόγον διεξῆλθε παρακλητικὸν ὁμονοίας Dion. Hal. 4, 26; τὰ π. τοῦ πολέμου, τῆς μάχης, Signal zur Schlacht, 4, 17. 6, 10; auch = tröstend, Schol. Aesch. Prom. 379.
Greek (Liddell-Scott)
παρακλητικός: -ή, -όν, προτρεπτικός, παραινετικός, Πλάτ. Πολ. 523D, 524D, κλ.· π. τινος, προτρέπων τινα εἴς τι, σημαίνειν τὰ π. τοῦ πολέμου Διον. Ἁλ. 4. 16· λόγος π. ὁμονοίας αὐτόθι 26. - Ἐπίρρ. -κῶς, Κλήμ. Ἀλ. 869, κτλ. ΙΙ. = Ἱκέτήριος, ἐπιστόλια παρακλητικὰ γραφόντων Διογ. Λ. 4, 39. -τὸ παρακλητικὸν (δηλ. βιβλίον) = ὀκτάηχον Νομοκάνων Coteler. 120. - Παρακλητική, = παρακλητικὸς κανὼν Ἀνθολόγ. σ. 288 ΙΙΙ. π. ἐλευθερία, ἡ διὰ δεήσεως λαμβανομένη, ἡ κατὰ χάριν, ἴδε Δουκάγγ.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
propre à exhorter, à exciter, à encourager.
Étymologie: παρακαλέω.