ἀγλευκής
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
English (LSJ)
ές, (γλεῦκος)
A not sweet, sour, X.Hier.1.21 (Comp.), cf. Rhinth.28; opp. γλυκύς, Arist.Pr.877b25; οἶνος Luc.Lex.6; heterocl. acc. ἀγλευκήν, θάλασσαν Nic.Al.171: metaph., of persons, sour, crabbed, Epich.140; of the style of Thuc., harsh, Hermog.Id.2.12, cf. [Longin.]Rh.p.195 H.
German (Pape)
[Seite 17] ές (γλεῦκος, nach Suid. sicilisch), nicht süß, herbe; soll nach Suid. bei Xen. Oec. gestanden haben, wo es Zeune, 8, 3 u. 4, für ἀτερπές u. ἀκλεέστατον em., vgl. ἀγλυκής. Als seltenes Wort Luc. Lex. 6, οἶνος. Hermogen. nennt so den Stil des Thucydides. Bei Nic. Al. 171 ist ἀγλευκῆ θάλασσαν richtigere Lesart für ἀγλεύκην θάλασσαν, von ἄγλευκος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγλευκής: -ές, (γλεῦκος) οὐχὶ γλυκύς, ὀξίνης (κ. ’ξινός), δριμύς, αὐστηρός, Ξεν. παρὰ Σουΐδ., ὅθεν ὁ Zeune παρέλαβε τὴν λέξ. (ἐν συγκρ. τύπ.) καὶ διώρθωσεν ἀντὶ ἀγλυκὴς ἐν Ξεν. Ἱερ. 1. 21. διώρθωσε δὲ καὶ τὰ ἀτερπὲς καὶ ἀκλεέστατον, ἐν Οἰκ. 8. 3 καὶ 4· - ἐναντίον τοῦ γλυκύς, Ἀριστ. πρβλ. 4. 21. 1· οἶνος, Λουκ. Λεξιφ. 6. πρβλ. Λοβ. Φρύν. 536. - Μεταφ. ἐπὶ τοῦ ὕφους τοῦ Θουκυδ., δριμύς, σκολιός, δύσκολος. Ἑρμογ. - Ἐν Νικ. Ἀλ. 171· ἴσως ἔπρεπε νὰ εἶναι ἀγλευκῆ θάλασσαν, ἀντὶ τοῦ ἀγλεύκην.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
sans douceur, amer, âcre.
Étymologie: ἀ, γλεῦκος.