ἀγλευκής

From LSJ
Revision as of 19:40, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀγλευκής Medium diacritics: ἀγλευκής Low diacritics: αγλευκής Capitals: ΑΓΛΕΥΚΗΣ
Transliteration A: agleukḗs Transliteration B: agleukēs Transliteration C: aglefkis Beta Code: a)gleukh/s

English (LSJ)

ές, (γλεῦκος)

   A not sweet, sour, X.Hier.1.21 (Comp.), cf. Rhinth.28; opp. γλυκύς, Arist.Pr.877b25; οἶνος Luc.Lex.6; heterocl. acc. ἀγλευκήν, θάλασσαν Nic.Al.171: metaph., of persons, sour, crabbed, Epich.140; of the style of Thuc., harsh, Hermog.Id.2.12, cf. [Longin.]Rh.p.195 H.

German (Pape)

[Seite 17] ές (γλεῦκος, nach Suid. sicilisch), nicht süß, herbe; soll nach Suid. bei Xen. Oec. gestanden haben, wo es Zeune, 8, 3 u. 4, für ἀτερπές u. ἀκλεέστατον em., vgl. ἀγλυκής. Als seltenes Wort Luc. Lex. 6, οἶνος. Hermogen. nennt so den Stil des Thucydides. Bei Nic. Al. 171 ist ἀγλευκῆ θάλασσαν richtigere Lesart für ἀγλεύκην θάλασσαν, von ἄγλευκος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγλευκής: -ές, (γλεῦκος) οὐχὶ γλυκύς, ὀξίνης (κ. ’ξινός), δριμύς, αὐστηρός, Ξεν. παρὰ Σουΐδ., ὅθεν ὁ Zeune παρέλαβε τὴν λέξ. (ἐν συγκρ. τύπ.) καὶ διώρθωσεν ἀντὶ ἀγλυκὴς ἐν Ξεν. Ἱερ. 1. 21. διώρθωσε δὲ καὶ τὰ ἀτερπὲς καὶ ἀκλεέστατον, ἐν Οἰκ. 8. 3 καὶ 4· - ἐναντίον τοῦ γλυκύς, Ἀριστ. πρβλ. 4. 21. 1· οἶνος, Λουκ. Λεξιφ. 6. πρβλ. Λοβ. Φρύν. 536. - Μεταφ. ἐπὶ τοῦ ὕφους τοῦ Θουκυδ., δριμύς, σκολιός, δύσκολος. Ἑρμογ. - Ἐν Νικ. Ἀλ. 171· ἴσως ἔπρεπε νὰ εἶναι ἀγλευκῆ θάλασσαν, ἀντὶ τοῦ ἀγλεύκην.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
sans douceur, amer, âcre.
Étymologie: ἀ, γλεῦκος.