ἅλυσις

From LSJ
Revision as of 19:40, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἅλῠσις Medium diacritics: ἅλυσις Low diacritics: άλυσις Capitals: ΑΛΥΣΙΣ
Transliteration A: hálysis Transliteration B: halysis Transliteration C: alysis Beta Code: a(/lusis

English (LSJ)

(on the breathing v. Hdn.Gr.1.539), εως, ἡ,

   A chain, χαλκέῃ ἁλύσι δεδεμένη ἄγκυρα Hdt.9.74, cf. Th.2.76, etc.; ἐν ἁλύσει μιᾷ δεδεμένους D.Chr.30.17, cf. Ep.Eph.6.20; πέτραν ἁλύσεσι χρυσέαισι φερομέναν E.Or.982:—as a woman's ornament, Ar.Fr.320.12, Nicostr. 33; σφραγῖδε . . ἁλύσεις χρυσᾶς ἔχουσαι IG2.652B35.    2 collectively, chains, bondage, Plb.21.3.3.    3 link in chain armour, Arr. Tact.3.5.

Greek (Liddell-Scott)

ἅλυσις: (οὐχὶ ἄλυσις), εως, ἡ, «ἁλυσίδα·» χαλκέῃ ἁλύσι δεδεμένη ἄγκυρα, Ἡρόδ. 9. 74· πέτραν ἁλύσεσι χρυσέαισι φερομέναν, Εὐρ. Ὀρ. 984: - ὡς κόσμημα γυναικός, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 309, 12, Νικοστρ. Ἄδηλ. 7· σφραγῖδε … ἁλύσεις χρυσᾶς ἔχουσαι, Συλλ. Ἐπιγρ. 150Β. 35.

French (Bailly abrégé)

c. ἄλυσις.