ἅλυσις
χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
English (LSJ)
(on the breathing v. Hdn.Gr.1.539), εως, ἡ,
A chain, χαλκέῃ ἁλύσι δεδεμένη ἄγκυρα Hdt.9.74, cf. Th.2.76, etc.; ἐν ἁλύσει μιᾷ δεδεμένους D.Chr.30.17, cf. Ep.Eph.6.20; πέτραν ἁλύσεσι χρυσέαισι φερομέναν E.Or.982:—as a woman's ornament, Ar.Fr.320.12, Nicostr. 33; σφραγῖδε . . ἁλύσεις χρυσᾶς ἔχουσαι IG2.652B35. 2 collectively, chains, bondage, Plb.21.3.3. 3 link in chain armour, Arr. Tact.3.5.
Greek (Liddell-Scott)
ἅλυσις: (οὐχὶ ἄλυσις), εως, ἡ, «ἁλυσίδα·» χαλκέῃ ἁλύσι δεδεμένη ἄγκυρα, Ἡρόδ. 9. 74· πέτραν ἁλύσεσι χρυσέαισι φερομέναν, Εὐρ. Ὀρ. 984: - ὡς κόσμημα γυναικός, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 309, 12, Νικοστρ. Ἄδηλ. 7· σφραγῖδε … ἁλύσεις χρυσᾶς ἔχουσαι, Συλλ. Ἐπιγρ. 150Β. 35.
French (Bailly abrégé)
c. ἄλυσις.