ἀπόλλυμι
English (LSJ)
or ἀπολλύω (Th.4.25, Pl.R.608e, Arist.Pol.1297a12, but f.l. in Men.580; the form is rejected by Phryn.PSp.10 B., Moer.12), impf.
A ἀπώλλυν A.Pers.652(lyr.), S.El.1360, ἀπώλλυον And.1.58: fut. ἀπολέσω, Ep. ἀπολέσσω, Att. ἀπολῶ, Ion. ἀπολέω Hdt.1.34, al.: aor. ἀπώλεσα, Ep. ἀπόλεσσα: pf. ἀπολώλεκα:—freq. in tmesi in Ep.; Prep. postponed in Od.9.534:—stronger form of ὄλλυμι, destroy utterly, kill, in Hom. mostly of death in battle, ἀπώλεσε λαὸν Ἀχαιῶν 11.5.758, al.; ἐκπάγλως ἀπόλεσσαν ib.1.268; also of things, demolish, lay waste, ἀπώλεσεν Ἴλιον ἱρήν ib.5.648, etc.; generally, βίοτον δ' ἀπὸ πάμπαν ὀλέσσει will waste my substance, Od.2.49; οἵ μ' ἀπωλλύτην sought to destroy me (impf. sense), S.OT1454; in pregnant sense, ἐπεί με γᾶς ἐκ πατρίας ἀπώλεσε drove me ruined from... E.Hec.946; τῆς παρ' ἡμέραν χάριτος τὰ μέγιστα τῆς πόλεως ἀ. for the sake of... D. 8.70. 2 λόγοις or λέγων ἀ. τινά talk or bore one to death, S.El.1360, Ar.Nu.892 (lyr.): hence, alone, in fut. ἀπολεῖς με Id.Ach.470; οἴμ' ὡς ἀπολεῖς με Pherecr.108.20; ἀπολεῖ μ' οὑτοσί by his questions, Antiph.222.8, etc. 3 ruin a woman, Lys.1.8. II lose, πατέρ' ἐσθλὸν ἀπώλεσα Od.2.46, cf. Il.18.82, Democr.272; ἀπώλεσε νόστιμον ἦμαρ Od.1.354; ἀπὸ θυμὸν ὀλέσσαι lose one's life, 11.16.861, Od.12.350; θυμὸν οὐκ ἀπώλεσεν loses not his spirit, S.El.26; ἔλεον ἀπώλεσεν 11.24.44; freq. of things, ἡ τοῦ πλέονος ἐπιθυμίη τὸ παρεὸν ἀπόλλυσι Democr.224; ἵππους ἑβδομήκοντα ἀπολλύασι Th.7.51; ἀπώλεσαν τὴν ἀρχὴν ὑπὸ Περσῶν X.An.3.4.11, cf. 7.2.22; μηδὲν ἀπολλὺς τοῦ ὄγκου Pl.Tht.155c; ἀ. οὐσίαν, = ἀπόλλυσθαι, Id.Prm.163d. B Med., ἀπόλλῠμαι: fut. -ολοῦμαι, Ion. -ολέομαι Hdt.7.218: aor. 2 -ωλόμην: pf. -όλωλα, whence the barbarous impf. ἀπόλωλο Ar.Th.1212: plpf. in Att. Prose sts. written ἀπωλώλειν in codd., as Th.4.133, 7.27:—perish, die, 11.1.117, etc.; cease to exist, opp. γίγνεσθαι, Meliss.8, Pl.Prm.156b, etc.: sts. c. acc. cogn., ἀπόλωλε κακὸν μόρον Od.1.166; ἀπωλόμεθ' αἰπὺν ὄλεθρον ib.9.303: c. dat. modi, ἀπώλετο λυγρῷ ὀλέθρῳ (v.l. λυγρὸν ὄλεθρον) ib.3.87; ἀ. ὑπό τινος Hdt. 5.126; simply, to be undone, αὐτῶν . . ἀπωλόμεθ' ἀφραδίῃσιν Od.10.27; ἀπωλώλει τῷ φόβῳ μή . . X.Cyr.6.1.2: freq. in Att., esp. in pf., ἀπόλωλας you are lost, Ar.Nu.1077; ἀπωλόμεθ' ἂν εἰ μὴ ἀπολώλειμεν Plu. 2.185f; ἱκανὸν χρόνον ἀπολλύμεθα καὶ κατατετρίμμεθα Ar.Pax355; βλέπειν ἀπολωλός Philostr.Jun.Im.2:—as an imprecation, κάκιστ' ἀπολοίμην εἰ. . Ar.Ach.151, al.; κακὸς κακῶς ἀπόλοιθ' ὅστις. . Eub. 116; ἐξώλης ἀπόλοιθ' ὅστις. . Men.154; ἀπολλύμενος, opp. σῳζόμενος, Isoc.6.36, cf. Plu.2.469d: freq. in part. fut., κάκιστ' ἀπολούμενε o destined to a miserable end! i.e. o thou villain, scoundrel, knave! Ar.Pl.713, cf. 456, Ach.865, Pax2; ὁ κάκιστ' ἀνέμων ἀ. Luc.DDeor. 14.2. 2 in NT, perish, in theol. sense, Ev.Jo.3.16, al.; οἱ ἀπολλύμενοι, opp. οἱ σῳζόμενοι, 1 Ep.Cor.1.18. II to be lost, ὕδωρ ἀπολέσκετ' (of the water eluding Tantalus) Od.11.586; οὔποτε καρπὸς ἀπόλλυται never falls untimely, ib.7.117; ἀπό τέ σφισιν ὕπνος ὄλωλεν Il.10.186; γέλως ἐξ ἀνθρώπων ἀπόλωλεν X.Smp.1.15; ἀπολόμενον ἀργύριον Antipho Soph.54; ἀπώλοντο οἱ ὄνοι LXX 1 Ki.9.3.
German (Pape)
[Seite 312] (s. ὄλλυμι), auch ἀπολλύω, bes. Sp.; ἀπολλύον, partic., Plat. Rep. X, 608 e; ἀπολλύουσι, von Möris als unattisch verworfen, Xen. Cyr. 4. 5, 20; ἀπολλύειν Dem. 42, 25; fut. ἀπολέσσω, Hom. in tmesi, Iliad. 12, 250 ἀπὸ θυμὸν ὀλέσσεις, att. ἀπολῶ; aor. ἀπώλεσα, Hom. Iliad. 18, 82, ἀπόλεσσαν 1, 268; perf. ἀπολώλεκα. – Med. ἀπόλλυμαι; ἀπόλλυται Hom. Od. 7, 117, ἀπολλυμένους Iliad. 7, 27; fut. ἀπολοῦμαι; aor. ἀπωλόμην; ἀπ ολέσκετο Od. 11, 586; perf. ἀπόλωλα, Iliad. 15, 129, in tmesi 10, 186; plusqu. ἀπολώλειν u. ἀπωλώλειν, die Lesart schwankt, Thuc. 4, 133; in tmesi Iliad. 10, 187. Bei Hom. wird die Präposition oft vom Verbum getrennt, auch nachgesetzt, Od. 9, 534. 11, 114. 12, 141. 13, 340. 2, 174. – 1) vernichten, zu Grunde richten, tödten, Ἴλιον ἀπώλεσεν Il. 5, 648; so bei allen Folgdn; οἱ ἀπολλύντες, die Mörder, Soph. El. 1397; ἀπολῶ σε λέγων, ich werde dich mit Reden todt machen, Ar. Nub. 891; ἀπολεῖς με, du machst mich todt, Ach. 469 u. oft; in Prosa selten tödten, gew. verderben, u., bes. im aor., verlieren; so schon Hom., πατέρ' ἐσθλὸν ἀπώλεσα Od. 2, 46; νόστιμον ἦμαρ Od. 1, 354; häufig ἀπὸ θυμὸν ὄλεσσε, er verlor (gewaltsam, durch einen Andern) das Leben; Iliad. 5, 852 μεμαὼς ἀπὸ θυμὸν ὀλέσσαι, (einem Anderen) das Leben zu rauben, v. l. ἑλέσθαι; Soph. El. 26; ἔλεον Il. 24, 44; dem λαμβάνειν u. ἔχειν entgeggstzt, Plat. Parmen. 163 d Phaed. 75 d; τὴν ἀρχὴν ἀπώλεσεν ὑπὸ τῶν Μήδων, durch die Meder, Legg. III, 695 b; Xen. An. 3, 4, 11; μνήμην Plat. Phil. 34 b; ὅπλα Legg. IV, 706 c, wegwerfen. – 2) Med. u. perf. II, ἀπόλωλα, untergehen, zu Grunde gehen, durch fremde, gewaltsame Einwirkung, von Hom. an sehr häufig, umkommen, sterben, ὄλεθρον Od. 9, 303, μόρον 1, 166; vgl. ἀπ' αἰῶνος ὀλέσθαι Il. 24, 725; sonst ὀλέθρῳ, u. ähnl., φόβῳ Xen. Cyr. 6, 1, 2; ὑπό τινος 7, 1, 41; Plat. Rep. IX, 578 e; dem γίγνεσθαι oft entgeggstzt bei Plat., z. B. Parm. 156 b Crat. 50 b; übh. verloren gehen, ὕδωρ, das Wasser verschwand, Od. 11, 586; καρπὸς ἀπόλλυται, neben ἀπολείπει, 7, 117; – ἀπόλωλα, ich bin verloren, es ist aus mit mir, Soph. Phil. 732 u. öfter; Xen. Cyr. 1, 3, 9; ἀπόλωλα τὠφθαλμώ Ar. Ach. 991; häufig sind die Verwünschungsformeln: κακῶς, κάκιστα ἀπ ολοίμην, ἀπόλοιτο, bes. Ar., vgl. Ach. 151. 888; Eubul. Ath. XIII, 559 b. – D. Hal. 9, 40 vrbdt τὴν παρθενίαν ἀπόλωλε, vielleicht in Beziehung auf ihre Jungfrauenschaft, oder zu ändern in ἀπολώλεκε, vgl. aber Lob. Phryn. 528.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόλλῡμι: ἢ -ύω, (Θουκ. 4. 25, Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 12, 6. Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 7· ἂν καὶ ὁ τύπος οὕτος (-ύω) ἀποδοκιμάζεται ὑπὸ τῶν ἀττικιζόντων): παρατ. ἀπώλλυν Αἰσχύλ. Πέρσ. 654, Σοφ. Ἠλ. 1360, ἀλλ’ ἀπώλλυον Ἀνδοκ. 8. 37: μέλλ. ἀπολέσω, Ἐπ. ἀπολέσσω, Ἀττ. ἀπολῶ, Ἰων. ἀπολέω Ἡρόδ. 1. 34, κ. ἀλλ.: ἀόρ. ἀπώλεσα, Ἐπ. ἀπόλεσσα: πρκμ. ἀπολώλεκα: - Ὁ Ὅμηρος συχν. μεταχειρίζεται τὸ ῥῆμα ἐν τμήσει, ἡ δὲ πρόθεσις ἕπεται ἐν Ὀδ. Ι. 534. Ἐπιτεταμένος τύπος τοῦ ὄλλυμι καταστρέφω ἐντελῶς, φονεύω, σφάζω, Ὅμ., ὅστις τὸ μεταχειρίζεται κυρίως ἐπὶ θανάτου ἐν μάχῃ, ἀπώλεσε λαὸν Ἀχαιῶν Ἰλ. Ε. 758, κ. ἀλλ. ἐκπάγλως ἀπόλεσσαν Α. 268: - ὡσαύτως, ἐπὶ πραγμάτων, καταστρέφω, ἀφανίζω, ἐρημώνω, ἀπώλεσεν Ἴλιον ἰρὴν Ε. 648, κτλ.: - ἀκολούθως λίαν συχνὸν ἐν παντοίαις σχέσεσι, βίοτον δ’ ἀπὸ πάμπαν ὀλέσσει, θὰ καταστρέψῃ ἐντελῶς τὴν περιουσίαν μου, Ὀδ. Β. 49· ἵν’ ἐξ ἐκείνων, οἵ μ’ ἀπωλλύτην, θάνω, ἵνα κατὰ διαταγὴν ἐκείνων οἵτινες ἐζήτουν τὴν καταστροφήν μου ἀποθάνω (σημείωσαι τὴν σημασίαν τοῦ παρατ.), Σοφ. Ο. Τ. 1454· μετὰ περιεκτικῆς σημασίας, ἐπεί με γᾶς ἐκ πατρῴας ἀπώλεσεν, μὲ ἀπεδίωξε κατεστραμμένον ἐκ..., Εὐρ. Ἑκ. 946: - ἀπ. τί τινος, καταστρέφω τι χάριν τινός, Δημ. 107. 9: - ἐκ φράσεων οἷαι αἱ, λόγοις ἀπ. τινα Σοφ. Ἠλ. 1360, λέγων ἀπ. τινα Ἀριστοφ. Νεφ. 892, προκύπτει ἡ ἔννοια τοῦ ἐνοχλεῖν, ἀνιᾶν τινα διὰ τῶν λόγων εἰς βαθμὸν ἀπελπιστικὸν μέχρι θανάτου, ὡς τὸ τῆς ὁμιλουμένης, «μὲ σκοτώνεις μὲ τὰ λόγια σου», κατὰ μέλλ., ἀπολεῖς με ὁ αὐτ. Ἀχ. 470· οἶμ’ ὡς ἀπολεῖς με Φερεκρ. ἐν «Μεταλλεῦσι» 1. 20· ἀπολεῖ μ’ οὑτοσί, δηλ. θὰ μὲ κάμῃ νὰ τὰ χάσω μὲ τὰς καταποδιαστὰς ἐρωτήσεις του, Ἀντιφ. ἐν «Φιλωτίδι» 1, 8. κτλ.: διαφθείρω, ἐπιτηρῶν γὰρ τὴν θεράπαιναν τὴν εἰς τὴν ἀγορὰν βαδίζουσαν καὶ λόγους προσφέρων ἀπώλεσεν αὐτὴν Λυσ. 92. 26. ΙΙ. χάνω τι ἐντελῶς, δὲν τὸ ἔχω πλέον, πατέρ’ ἐσθλὸν ἀπώλεσα Ὀδ. Β. 46, πρβλ. Ἰλ. Σ. 82· ἀπώλεσε νόστιμον ἦμαρ Ὀδ. Α. 344· ἀπὸ θυμὸν ὀλέσσαι, ἀπολέσαι τὴν ζωήν, Ἰλ. Π. 861, Ὀδ. Μ. 350· ἀλλὰ θυμὸν οὐκ ἀπώλεσεν, μετὰ σημ. ἐνεστ. δὲν χάνει τὴν θυμοειδῆ αὑτοῦ φύσιν, ἐπὶ εὐγενοῦς ἵππου, Σοφ. Ἠλ. 26· ἵππους τε ἑβδομήκοντα ἀπολλύασι καὶ τῶν ὁπλιτῶν οὐ πολλοὺς Θουκ. 7. 51· ἀπώλεσαν τὴν ἀρχὴν ὑπὸ Περσῶν Ξεν. Ἀν. 3. 4, 11, πρβλ. 7. 2, 22· μηδὲν ἀπολλὺς τοῦ ὄγκου Πλάτ. Θεαίτ. 154C, κἑξ. β. Μέσ. ἀπόλλῠμαι: μέλλ. -ολοῦμαι, Ἰων. -ολέομαι, Ἡρόδ. 7. 218, μετοχ. ἀπολεύμενος αὐτόθι 209: - ἀόρ. β΄ -ωλόμην: πρκμ. -όλωλα, ὁπόθεν ὁ βάρβαρος παρατ. ἀπόλωλον Ἀριστοφ. Θεσμ. 1212: - ὁ ὑπερσυντ. ἐν τῷ πεζῷ Ἀττ. λόγῳ γράφεται ὁτὲ μὲν ἀπολώλειν ὁτὲ δὲ ἀπωλώλειν Θουκ. 4. 133., 7. 27. Χάνομαι, ἀποθνήσκω, Ἰλ. Α. 117, κτλ.· ἐνίοτε μετὰ συστοίχ. αἰτ. ἀπόλωλε κακὸν μόρον Ὀδ. Α. 166. ἀπωλόμεθ΄ αἰπὺν ὄλεθρον Ι. 303· ἢ μετὰ δοτ. τρόπου, ἀπώλετο λυγρῷ ὀλέθρῳ Ὀδ. Γ. 87· ἀπ. ὑπό τινος Ἡρόδ. 5. 126: - ἁπλῶς καταστρέφομαι, αὐτῶν... ἀπωλόμεθ’ ἀφραδίῃσιν Ὀδ. Κ. 27: - συχν. παρ’ Ἀττ., μάλιστα κατὰ πρκμ., ἀπόλωλας, ἐχάθης, εἶσαι χαμένος, κατεστραμμένος, Ἀριστοφ. Νεφ. 1077, πρβλ. Πλούτ. 2. 185Ε· ἱκανὸν χρόνον ἀπολλύμεθα καὶ κατατετρίμμεθα Ἀριστοφ. Εἰρ. 355· βλέπειν ἀπολωλὸς Φιλόστρ. 865: - ὡς κατάρα, κάκιστ’ ἀπολοίμην εἰ... Ἀριστοφ. Ἀχ. 151, κ. ἀλλ.· κακὸς κακῶς ἀπόλοιθ ὅστις γυναῖκα δεύτερος ἔγημε Εὔβουλ. ἐν «Χρυσίλλᾳ» 1· ἐξώλης ἀπόλοιθ’ ὅστις ποτὲ ὁ πρῶτος ἦν γήμας Μένανδ. ἐν «Ἐμπιπραμένῃ» 1: - ἀπολλύμενος ἀντίθ. τῷ σῳζόμενος, Ἰσοκρ. 123Α, πρβλ. Πλούτ. 2. 469Ε: - συχνάκις ὡσαύτως κατὰ μετοχ. μέλλ. ὦ κάκιστ’ ἀπολούμενε, «ποῦ νὰ σοὔρθῃ κακὸς ψόφος», ὅ ἐ. ὦ σὺ, κακοῦργε, αἰσχρέ, ἄθλιε! Ἀριστοφ. Πλ. 713, πρβλ. 456, Ἀχ. 865, Εἰρ. 2· ὁ κάκιστ’ ἀνέμων ἀπολ. Λουκ. Θεῶν Διάλ. 14. 2. ΙΙ. χάνομαι, γίνομαι ἀφανής, ἐκλείπω, ὕδωρ ἀπολέσκετ’ (περὶ τοῦ ὕδατος τοῦ ἐξαπατῶντος τὸν Τάνταλον) Ὀδ. Λ. 586· οὔποτε καρπὸς ἀπόλλυται, δὲν ἐκλείπει ποτέ, Η. 117· ἀπό τέ σφισιν ὕπνος ὄλωλεν Ἰλ. Κ. 186. ΙΙΙ. περὶ τῆς ἡμαρτημένης χρήσεως τοῦ ἀπόλωλα ὡς μεταβατ. παρὰ μεταγεν. ἴδε Λοβ. Φρύν. 528.
French (Bailly abrégé)
I. tr. (au prés. et aux temps suiv. : impf. ἀπώλλυν ; f. ἀπολέσω, att. ἀπολῶ ; ao. ἀπώλεσα ; pf.1 ἀπολώλεκα ; v. ci-dessous pf.2);
1 perdre, faire périr : λαὸν Ἀχαιῶν IL l’armée des Grecs ; Ἴλιον IL détruire Ilion;
2 perdre, subir une perte : ἀπ. τινα perdre qqn (un parent, un ami, etc.) ; ἀπ. τὴν ἀρχὴν ὑπό τινος XÉN être dépossédé de l’empire par qqn;
II. intr. (au pf.2 ἀπόλωλα, au pqp. ἀπολώλειν, et au Moy. ἀπόλλυμαι, f. ἀπολοῦμαι, ao.2 ἀπωλόμην);
1 être arraché pour sa perte de : ἀπωλόμην EUR j’ai été arraché à ma patrie ; périr, être perdu : ἀπόλωλας PLUT tu es perdu ; ἀπώλετο λυγρῷ ὀλέθρῳ OD ou ἀπόλωλε κακὸν μόρον OD il mourut, il est mort d’une mort lamentable ; ὁ κάκιστ’ ἀπολοῦμενος AR misérable, litt. destiné à la plus misérable fin ; avec un rég. ἀπ. ὑπό τινος périr de la main ou par l’intervention de qqn;
2 au sens mor. se perdre, se laisser corrompre;
3 se perdre, s’évanouir, s’échapper.
Étymologie: ἀπό, ὄλλυμι.