βόλβιτον
From LSJ
εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming
English (LSJ)
τό, or βόλβῐτος, ὁ, Thphr.HP5.5.3, Dsc.2.167, Archig. ap. Gal.12.173, worse forms of βόλιτον, -τος, acc. to Phryn.335.
German (Pape)
[Seite 452] u. βόλβιτος, Sp. für das att. βόλιτον.
Greek (Liddell-Scott)
βόλβῐτον: τό, βόλβῐτος, ὁ, τύποι ἧττον δόκιμοι τοῦ βόλιτον, -τος, Φρύν. 357.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
fiente de vache, bouse.
Étymologie: koinè c. βόλιτον -- DELG -.