διαπέμπω

From LSJ
Revision as of 19:52, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

Ὀργὴν ἑταίρου καὶ φίλου πειρῶ φέρειν → Toleres amici et comitis iracundiam → Ertrage nur des Freundes und Gefährten Zorn

Menander, Monostichoi, 442
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαπέμπω Medium diacritics: διαπέμπω Low diacritics: διαπέμπω Capitals: ΔΙΑΠΕΜΠΩ
Transliteration A: diapémpō Transliteration B: diapempō Transliteration C: diapempo Beta Code: diape/mpw

English (LSJ)

   A send off in different directions, Hdt.1.48,84, etc.; ἄλλους ἄλλῃ δ. Th.8.64; φρουρὰς κατὰ χώραν Id.4.55; δ. τὴν ἰκμάδα (through the body), Arist.PA681a30; τὸ πνεῦμα Id.HA496a32; τὴν φωνὴν εἰς τὸ πρόσω Id.PA662b22:—Med., send out expeditions, OGI199.35 (Adule).    II send over or across, τινὰ πρός τινα Ar.Pl.398; τινά τινι Th.4.123; transmit, BGU5ii19 (ii A.D.), etc.; ἐπιστολήν Th.1.129:—Med., Id.3.75 (possibly Pass.), SIG741.33 (Nysa, i B.C.); ἐσθῆτά τινι Ph.2.43.    III Med., send messages, περὶ βοηθείας πρός τινα Plb.5.72.1; πρὸς τοὺς φίλους Plu.Arat.8.

German (Pape)

[Seite 594] 1) an verschiedene Orte oder Personen hinschicken; ἄλλον ἄλλῃ, Thuc. 8, 64; ὡς ἑκασταχόσε ἔδει 4, 55; vgl. Xen. Cyr. 1, 5, 3; Sp.; so pass., Her. 1, 67. 81; auch med., χρησμόν, Luc. – 2) hinüber-, über-, zuschicken, πρός τινα, Ar. Plut. 398; τινί τι, Thuc. 4, 123; εἴς τινα τόπον, 3, 75; Pol. 35, 3, 6 u. Sp. – Med. eben so; ἀλλήλοις, einander zuschicken, Plut. Conv. Sap. 13; bes. ἀγγέλους πρός τινα, Pyrrh. 10; u. so absol., Them. 31.

Greek (Liddell-Scott)

διαπέμπω: ἀποστέλλω, ἐκπέμπω κατὰ διαφόρους διευθύνσεις, στέλλω ἐδῶ καὶ ἐκεῖ, Ἡρόδ. 1. 46, 48, 84, κτλ.· δ. ἄλλον ἄλλῃ Θουκ. 8. 64· δ. τὴν ἰκμάδα (διὰ μέσου τοῦ σώματος) Ἀριστ. Ζ. Μ. 4. 5, 46· τὸ πνεῦμα ὁ αὐτ. Ἱ. Ζ. 1. 17, 6· τὴν φωνὴν ὁ αὐτ. Ζ. Μ. 3. 1, ἐν τέλ. ΙΙ. στέλλω διὰ μέσου, τινὰ πρός τινα Ἀριστοφ. Πλ. 398· τινά τινι Θουκ. 4. 123· τινὰ περί τινος, πρός τινα Πολύβ. 5. 72, 1· διαβιβάζω, ἐπιστολὴν Θουκ. 1. 129· οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ὁ αὐτ. 3. 75.

French (Bailly abrégé)

1 envoyer de divers côtés;
2 envoyer comme intermédiaire, transmettre;
Moy. διαπέμπομαι envoyer, transmettre.
Étymologie: διά, πέμπω.