ἐννέωρος

From LSJ
Revision as of 19:54, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐννέωρος Medium diacritics: ἐννέωρος Low diacritics: εννέωρος Capitals: ΕΝΝΕΩΡΟΣ
Transliteration A: ennéōros Transliteration B: enneōros Transliteration C: enneoros Beta Code: e)nne/wros

English (LSJ)

(cf. ὧρος), Ep. Adj.

   A in the ninth season: hence,    1 Μίνως ἐννέωρος βασίλευε Διὸς . . ὀαριστής perh. at nine years old or after nine years, Od.19.179, cf. Apollon.Lex.; Pl.Min.319b couples ἐ. ὀαριστής taking counsel with Zeus every ninth year.    2 nine years old, of the Aloidae, Od.11.311; βοῦς 10.19 (unless, = πενταέτηρος, ὧρος meaning a season, i.e. half-year, cf. Arist.HA575b6); σίαλοι Od.10.390; ἄλειφαρ Il.18.351. (Perh. = of full age, ἐννέα being taken as a round number, cf.Sch.Il.l. c.)    3 (ὥρα) nine hours long, νύκτες Herod.8.5.

German (Pape)

[Seite 847] neunjährig; ἐνν. βασίλευε, er herrschte neun Jahre lang, Od. 19, 179; βοῦς 10, 19; ἀλείφατος Il. 18, 351; σιάλοισι Od. 11, 311, wo einige alte Ausleger, ὥρα als Jahreszeit auffassend (χρόνος Lycophr. 571), neun Vierteljahre, also zwei und ein viertel Jahr alt erklärten, oder es gar für einjährig nahmen.

Greek (Liddell-Scott)

ἐννέωρος: Ἐπικ. ἐπίθ., ἐννεαετὴς ἢ ἐπὶ ἐννέα ἔτη, («ὧρος γὰρ ὁ ἐνιαυτὸς» Εὐστ. 1146. 44, πρβλ. Ἀπολλωνίου Λεξ. ἐν λέξει, σ. 262, ἔκδ. Η. Tollius), ἀλλ’ ἐν τῇ χρήσει αὐτῆς ἡ λέξις παρουσιάζει δυσκολίας: 1) ἐν Ὀδ. Τ. 179, λέγεται περὶ τοῦ Μίνω, ἐννέωρος βασίλευε Διὸς μεγάλου ὁαριστής, δηλ. ἢ ἐβασίλευσεν ἐπὶ ἐννέα ἔτη, ἢ ἐβασίλευσεν, ἀφοῦ ἐπὶ ἐννέα ἔτη ὑπῆρξε τοῦ Διὸς φίλος καὶ σύντροφος, ἴδε Ἀπολλών. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἀλλ’ ὁ Πλάτ. ἐν Νόμ. 624Β ἐνόει τὸ χωρίον ὡς σημαῖνον ὅτι κατὰ πᾶν ἔνατον ἔτος μετέβαινεν εἰς τὸν Δία, μῶν οὖν καθ’ Ὅμηρον λέγεις, ὡς τοῦ Μίνω φοιτῶντος πρὸς τὴν τοῦ πατρὸς ἑκάστοτε συνουσίαν δι’ ἐνάτου ἔτους καὶ κατὰ τὰς παρ’ ἐκείνου φήμας ταῖς πόλεσιν ὑμῖν θέντος τοῦς νόμους; 2) ἐν Ὀδ. Λ. 311 λέγεται περὶ τῶν Ἁλωιαδῶν, ἐννέωροι γάρ τοί γε καὶ ἐννεαπήχεις ἦσαν εὖρος, ἀτὰρ μῆκός γε γενέσθην ἐννεόργυιοι, δηλ. ὅτε ἦσαν ἐννεαετεῖς εἶχον ἐννέα πήχεων πλάτος, μῆκος δὲ ἐννέα ὀργυιῶν· ὥστε ἐνταῦθα εἶναιἔννοια σαφής. 3) ἐν Ὀδ. Κ. 19 ἀναγινώσκομεν, ἀσκὸν βοὸς ἐννεώροιο, ὅπερ διὰ παραβολῆς πρὸς τὸ τοῦ Ἡσ. ἐν Ἔργ. κ. Ἡμ. 434 (βόε δ’ ἐνναετήρω ἄρσενε..., τῶν γὰρ σθένος οὐκ ἀλαπαδνὸν) φαίνεται ὅτι οὐδὲν ἄλλο σημαίνει ἢ ἐννέα ἐτῶν τὴν ἡλικίαν, συμφώνως τῇ ἑρμηνείᾳ τοῦ Εὐσταθίου, ἀλλ’ ὁ Ἀριστ. (π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 21, 5) παρατηρεῖ ὅτι πενταέτηρος (ἐν Ὀδ. Ξ. 419) καὶ ἐννέωρος (ἔνθ’ ἀνωτ.) ἔχουσι τὴν αὐτὴν σημασίαν, ὅπερ δεικνύει ὅτι ὑπέλαβε τὴν λέξιν ὧρον ὡς σημαίνουσαν οὐχὶ ἓν ἔτος ἀλλ’ ἥμισυ· καὶ οἱαδήποτε ἑρμηνεία ἂν ἐπικρατήσῃ περὶ τούτου, ἡ αὐτὴ θὰ ἐφαρμοσθῇ καὶ εἰς τὸ σίαλοι ἐννέωροι ἐν Ὀδ. Τ. 390, καὶ εἰς τὸ ἄλειφαρ ἐννέωρον ἐν Ἰλ. Σ. 351· ἴσως ἐν τοῖς τρισὶ τούτοις χωρίοις τὸ ἐννέα πρέπει νὰ ληφθῇ ὡς στρογγύλος ἀριθμὸς (ἴδε ἐν λ. ἐννέα), οὕτω δὲ τὸ ἐννέωρος σημαίνει ἀκμαῖος, καὶ τοιαύτη φαίνεται ἡ ἐξήγησις τῶν Ἑνετ. Σχολ. Β ἐν Ἰλ. ἔνθ’ ἀνωτ., ἔνθα τὸ ἀλείφατος ἐννεώροιο ἑρμηνεύεται παλαιοῦ. Παρ’ Ὁμήωῳ τὸ εω προφέρεται κατὰ συνίζησιν, ὥστε τὸ ἐννέωρος καθίσταται τρισύλλαβον.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
I. âgé de neuf ans ; en gén.
1 vieux;
2 qui a pris tout son développement, qui a toute sa taille, fort, robuste;
II. qui dure neuf ans : ἐννέωρος βασίλευε OD il régna pendant neuf ans.
Étymologie: ἐννέα, ὥρα.