καταχώννυμι

From LSJ
Revision as of 19:54, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

Γυνὴ δὲ χρηστὴ πηδάλιόν ἐστ' οἰκίας → Honesta mulier est gubernaculum domus → Des Hauses Steuerruder ist die brave Frau

Menander, Monostichoi, 99
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταχώννῡμι Medium diacritics: καταχώννυμι Low diacritics: καταχώννυμι Capitals: ΚΑΤΑΧΩΝΝΥΜΙ
Transliteration A: katachṓnnymi Transliteration B: katachōnnymi Transliteration C: katachonnymi Beta Code: kataxw/nnumi

English (LSJ)

( καταχωννύω Gp.2.42.5, Hippiatr.34), fut. -

   A χώσω Pl.Tht. 177c:—cover with a heap, overwhelm, bury, ὁ νότος κατέχωσέ σφεας buried them in sand, Hdt.4.173; κ. τινὰ λίθοις Ar.Ach.295 (tm.); σφέας . . κατέχωσαν οἱ βάρβαροι βάλλοντες Hdt.7.225; ἐν λίθοις σφενδόνης LXX Za.9.15; ἐν κοπρίᾳ Hippiatr.l.c.:—Pass., Lib.Or.61.15.    2 silt up, dam up, τὸ στόμιον τοῦ λιμένος D.S.24.1.    3 metaph., ἐπιρρέοντα καταχώσει . . τὸν ἐξ ἀρχῆς λόγον with fresh streams they will choke up the channel of our original argument, Pl.l.c.; κ. τινὰ λόγοις Id.Grg. 512c; τὴν ἐρώτησιν Plu.2.512e:—Pass., to be buried in obscurity, τὰ πρῶτα ὀνόματα -κέχωσται ὑπὸ τῶν βουλομένων τραγῳδεῖν αὐτά Pl.Cra. 414c; ἐνθυμήσεις μυστικῶς -κεχωσμέναι Vett.Val.301.9.    4 overwhelm, ruin, Lib.Or.63.19.

Greek (Liddell-Scott)

καταχώννῡμι: (-ύω Γεωπ. 2. 42, 5): -χώσω˙- χώνω βαθέως, σκεπάζω μὲ σωρὸν χώματος, κατακαλύπτω, κατορύττω, θάπτω, ὁ νότος κατέχωσέ σφεας, τοὺς ἐσκέπασε μὲ ἄμμον, Ἡρόδ. 1. 173˙ κ. τινὰ λίθοις Ἀριστοφ. Ἀχ. 295˙ οὕτω, σφέας… κατέχωσαν οἱ βάρβαροι βάλλοντες Ἡρόδ. 7. 225˙ χρυσίον πολλῇ γῇ συμπεφυρμένον καὶ κατακεχωσμένον Πλουτ. Ἠθικ. 497Ε. 2) φράττω, «στουπώνω», τὸ στόμιον τοῦ λιμένος Διοδ. Ἐκλογ. 506. 60. 3) μεταφορ., κατακλύζω, «κατ. ὕμνοις καὶ ἐπαίνοις καὶ λόγοις, οἷον καταπληρῶσαι» Βεκκήρ. Ἀνέκδ. 45. 21· πλείω ἀεὶ ἐπιρρέοντα καταχώσει… τὸν ἐξ ἀρχῆς λόγον, θὰ κατασκεπάσωσι, θὰ καταπνίξωσι, τὸ ἐξ ἀρχῆς ζήτημά μας, Πλάτ. Θεαίτ. 177C· κ. τινὰ λόγοις ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 512C· ὡσαύτως, θάπτω ἐν ἀφανείᾳ, ἐν ἀσημότητι, ἐπισκιάζω, ἐπισκοτῶ, τὰ πρῶτα ὀνόματα ὁ αὐτ. ἐν Κρατ. 414C· τὸν λόγον, τὴν ἐρώτησιν Πλούτ. 2. 512Ε.

French (Bailly abrégé)

1 ensevelir sous un amas (de sable) acc.;
2 fig. ensevelir ou cacher sous un amas (de paroles, etc.) : ἐρώτησιν PLUT une question.
Étymologie: κατά, χώννυμι.