πεντεσύριγγος

From LSJ
Revision as of 19:55, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶνforgive us our trespasses

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεντεσύριγγος Medium diacritics: πεντεσύριγγος Low diacritics: πεντεσύριγγος Capitals: ΠΕΝΤΕΣΥΡΙΓΓΟΣ
Transliteration A: pentesýringos Transliteration B: pentesyringos Transliteration C: pentesyriggos Beta Code: pentesu/riggos

English (LSJ)

[ῡ], ον,

   A with five holes, ξύλον π. pillory, Ar. Eq. 1049, cf. Poll.8.72 : metaph., of palsy, π. νόσος Polyeuct. ap. Arist. Rh. 1411a22.

German (Pape)

[Seite 558] = πεντασύριγγος; ξύλον, Ar. Equ. 1044, ein Strafwerkzeug von Holz mit fünf Löchern, durch welche nach dem Schol. die beiden Füße, die Arme u. der Hals gesteckt wurden; Polyeuct. bei Arist. rhet. 3, 10 νόσος πεντεσύριγγος, von einem paralytischen Menschen.

Greek (Liddell-Scott)

πεντεσύριγγος: [ῠ], -ον, ὁ ἔχων πέντε ὀπάς, ξύλον π., εἶδος ξυλίνου κολαστηρίου ὀργάνου ἔχοντος πέντε ὀπάς, δι’ ὧν ἐπερῶντο ἡ κεφαλή, αἱ χεῖρες καὶ οἱ πόδες τῶν κολαζομένων κακούργων, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1049, πρβλ. Πολυδ. Η΄, 72· καλούμενον π. νόσος ὑπὸ τοῦ Πολυεύκτ. ἐν Ἀριστ. Ρητορ. 3. 10, 7. ― Καθ’ Ἡσύχ. «πεντεσύριγγον ξύλον· πέντε ὀπὰς ἔχον κατὰ τὸ δεσμωτήριον· τέσσαρας μὲν εἰς ἃς οἱ πόδες καὶ αἱ χεῖρες διείροντο· μίαν δὲ δι’ ἧς ὁ τράχηλος».

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à cinq trous ; τὸ πεντεσύριγγον (ξύλον) machine à cinq trous (pour la tête, les bras et les jambes) instrument de torture ; fig. qui immobilise ou paralyse les membres.
Étymologie: πέντε, σύριγξ.