ἔντιμος

From LSJ
Revision as of 19:56, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔντῑμος Medium diacritics: ἔντιμος Low diacritics: έντιμος Capitals: ΕΝΤΙΜΟΣ
Transliteration A: éntimos Transliteration B: entimos Transliteration C: entimos Beta Code: e)/ntimos

English (LSJ)

ον, (τιμή),    1 of persons, in honour, honoured, opp. ἄτιμος, Pl. Euthd.281c, etc.; τινί by another, S.El.239 (lyr.), Ant.25, etc.; παρά τινι Pl.Ti.21e: c. dat. rei, honoured with, σπονδαῖς E.Or.1688 (anap.); in office, Pl.R.564d; of men of high rank in Persia, X.Cyr.3.1.8, al.; opp. ἄδοξοι, D.3.29; = ἐπίτιμος, Decr. ap. eund.59.104.    2 of things, τὰ θεῶν ἔ. what is honoured in their sight, their ordinances or attributes, S.Ant.77; ἔ. ποιῆσαι τὴν τέχνην hold it in honour, Isoc.4.159; ἔ. ποιεῖν τι Arist.Pol.1286b15; ἔργα - ότερα (opp. ἀναγκαιότερα) ib. 1255b28; δαπανήματα -ότατα Id.EN1122b35; χώρα ἔ. place of honour, Pl.Epin.985e; ἔ. ἀπόλυσις, = Lat. honesta missio, PHamb.1.31.19 (ii A. D.).    3 Adv. -μως, ἄγειν τι Pl.R.528c, cf.Satyr.Vit.Eur.Fr. 39xviii27 (Pass.); ἔχειν τι Pl.R.528b; also ἐ. ἔχειν to be in honour, X.An.2.1.7: Sup. -ότατα D.C.63.17; -μως ἀπολελυμένος, = Lat. missus honesta missione, POxy.1471.6 (i A. D.), al.    II doing honour, honourable (to a person), λόγος Pl.Lg.855a.    III valuable, highly valued, [χώρα] Arist.Mete.352a12 (Comp.), cf. PLond.5.1708.33 (vi A. D.); of currency, accepted in exchange, opp. ἀδόκιμον, νόμισμα Pl.Lg.742a.

German (Pape)

[Seite 856] in Ehren, geehrt, geschätzt; von Menschen, τοῖς ἔνερθεν ἔντιμος νεκροῖς Soph. Ant. 25; El. 232; θεὸς ἀνθρώποις σπονδαῖς ἔσται ἔντιμος, der von den Menschen durch Spenden geehrt wird, Eur. Or. extr.; γενόμενος παρ' αὐτοῖς ἔντιμος Plat. Tim. 21 b. Ggstz ἄτιμος, Euthyd. 281 c; vgl. Lycurg. 41; οἱ ἔντιμοι, die Angesehenen, bes. von den Vornehmen bei den Persern, Xen. Cyr. oft. – Von Sachen, τὰ τῶν θεῶν ἔντιμα, das was bei den Göttern geehrt ist, die göttlichen Rechte, Soph. Ant. 77; χρήματα ἔντιμα τῇ τε πόλει καὶ παρὰ τῷ τοιούτῳ Plat. Rep. VIII, 554 b; κλέος καὶ λόγος ἔντιμος, ehrenvoll, Legg. IX, 855 a; ἔντιμος χώρα Epin. 985 e; ταφή D. Hal. 2, 52; νόμισμα, die Werth hat, gültig ist, Plat. Legg. V, 742 a. – Adv. ἐντίμως, z. B. βεβιωκότες, die ehrenwerth gelebt haben, Plat. Legg. VI, 762 e; ἔχειν, ἄγειν τινά, ehren, hochschätzen, Rep. VII, 528 b; Xen. An. 2, 1, 7 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἔντῑμος: -ον, (τιμή): 1) ὁ τιμώμενος, ἐπαινούμενος ἐπί τινι, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἔκτιμος, μήτ’ εἴην ἔντιμος τούτοις Σοφ. Ἠλ. 239· ὁ ἐν τιμῇ ὤν, Ἀντ. 25, κτλ., ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἄτιμος, πότερον δ’ ἔντιμος ἢ ἄτιμος Πλάτ. Εὐθύδ. 281C· παρά τινι ὁ αὐτ. Πολ. 554Β· ἔντ. ποιεῖν τι Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 15, 12: ― μετὰ δοτ. πράγμ., τιμώμενος ἔν τινι, σπουδαῖς ἔντιμος ἀεὶ Εὐρ. Ὀρ. 1688: ― οἱ ἔντιμοι, οἱ ἐν τιμῇ ὄντες, οἱ ἔχοντες ἀξίωμα, Λατ. honorati, Πλάτ. Πολ. 564D· ἰδίως ἐπὶ ἀνδρῶν ὑψηλὴν κατεχόντων θέσιν ἐν Περσίᾳ, Ξεν. Κύρ. 3. 1, 8, κτλ.· ὡσαύτως, οἱ ἐπίτιμοι, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ οἱ ἄτιμοι ἢ ἄδοξοι, Δημ. 36. 21, πρβλ. 1380. 25. 2) ἐπὶ πραγμάτων, τῶν θεῶν ἔντιμα, τὰ ἔντιμα παρὰ τοῖς θεοῖς, οἱ τῶν θεῶν νόμοι οἱ παρ’ αὐτοῖς τε καὶ τοῖς ἀνθρώποις ἔντιμοι, Σοφ. Ἀντιγ. 77· ἔντιμον αὐτοῦ (τοῦ Ὁμήρου) ποιῆσαι τὴν τέχνην, ἔχειν αὐτὴν τὴν τιμῇ, θεωρεῖν αὐτὴν ἔντιμον, Ἰσοκρ. 74Α. 3) Ἐπίρρ. ἐντίμως, ἄγειν τινὰ Πλάτ. Πολ. 528C· οὕτως, ἐντ. ἔχειν τι αὐτόθι 528Β· ἀλλ’ ὡσαύτως, ἐντ. ἔχειν, εἶναι ἐν τιμῇ, Ξεν. Ἀν. 2. 1, 7. ΙΙ. ἐνδεικτικὸς τιμῆς, ἐπαινετικός, λόγος ἔντιμος λεγόμενος Πλάτ. Νόμ. 855Α. ΙΙΙ. ἔχων ἀξίαν, νόμισμα αὐτόθι 742Α.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
estimé, considéré, honoré : τινι par qqn ; οἱ ἔντιμοι les gens honorables ; les gens de haut rang, les personnages de distinction (chez les Perses) ; τὰ τῶν θεῶν ἔντιμα SOPH le respect dû aux dieux;
Cp. ἐντιμότερος, Sp. ἔντιμότατος.
Étymologie: ἐν, τιμή.