καθάριος
English (LSJ)
A v. καθάρειος. II καθάριον, τό, purgative medicine, POxy.116.15 (ii A.D.).
German (Pape)
[Seite 1281] ον, reinlich, Reinlichkeit liebend u. bewahrend, sauber; ἀκολουθίσκος Posid. bei Ath. XII, 550 a; περὶ τὸν βίον Arist. rhet. 2, 4; σκευασία Menand. bei Ath. XIV, 661; καθάριοι ταῖς διαίταις D. Sic. 5, 33; vom Styl, Schol.; – τὸ καθάριον, = καθαριότης, Plut. Symp. 4, 1, 3. – Adv., z. B. καθαρίως ἐγχέειν Xen. Cyr. 1, 3, 8 (so nach Poll. 6, 27, nicht καθαρείως zu lesen); καθαρίως κατόψεσθαι, klar durchschauen, Pol. 6, 3, 4. Aber Strab. 3, 3, 6 μονοτροφοῦντες καθαρίως καὶ λιτῶς erinnert an die unter καθάρειος angeführten Stellen der com.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰθάριος: ἴδε καθάρειος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
propre ; τὸ καθάριον la propreté;
Cp. καθαριώτερος, Sp. καθαριώτατος.
Étymologie: καθαρός.