κατακλύζω
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
English (LSJ)
fut. -κλύσω [ῠ], poet.
A -κλύσσω Pi.O.10(11).10: pf. κατακέκλυκα PMagd.28.10 (iii B. C.):—deluge, inundate, τὴν γῆν Hdt. 2.13 (of the Nile), cf. 99 (Pass.), Pi.O.9.50, Th.3.89, Pl.Ti.22d, OGI 90.24 (Rosetta, ii B. C.):—Pass., PPetr.2p.15[= 3 p.xv] (iii B. C.), etc.; ὑπ' ὄμβρων -κλυζόμενος Isoc.11.12; κόσμος ὕδατι -κλυσθείς 2 Ep.Pet. 3.6. 2 metaph., deluge, overwhelm, τοίους γὰρ κατὰ κῦμα . . ἔκλυσεν Archil.9.3; τὴν Φρυγῶν πόλιν . . ἤλπισας κατακλύσειν δαπάναισιν E.Tr. 995; ἅπαντα . . κατακλύσει ποιήμασιν Cratin.186; κ. ἀφθονίᾳ δίαιταν make life overflow with plenty, X.Oec.2.8; κατακλύσαι δεινῶν πόνων deluge with sufferings, E.Or.343 (lyr.); εἰ καὶ μέλλει γέλωτι . . ὥσπερ κῦμα . . κατακλύσειν Pl.R.473c:—Pass., ἀλλοδαπῶν κύματι φωτῶν -κλυσθῆναι, of a city, A.Th.1084 (anap.); -κλυσθεὶς ὑπὸ τοῦ τοιούτου ψόγου ἢ ἐπαίνου Pl.R.492c; Χρυσίῳ -κεκλυσμένος Plu.Dem.14; -κλυσθέντα πλήθει κακῶν Lib.Ep.5.1. II wash down or away, κῦμα κ. ψᾶφον ἑλισσομέναν Pi.O.10(11).10, cf. Thphr.CP3.22.3. 2 wash out, τὰ ἴχνη τοῦ λαγώ X.Cyn.5.4. III fill full of water, τὴν πύελον Ar. Pax843. IV clean out a bath, Gal.15.198.