σπορητός

From LSJ
Revision as of 20:07, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

Ὡς ἡδὺ τὸ ζῆν μὴ φθονούσης τῆς τύχης → Quam vita dulce est, fata dum non invident → Wie süß zu leben, wenn das Glück nicht neidisch ist

Menander, Monostichoi, 563
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπορητός Medium diacritics: σπορητός Low diacritics: σπορητός Capitals: ΣΠΟΡΗΤΟΣ
Transliteration A: sporētós Transliteration B: sporētos Transliteration C: sporitos Beta Code: sporhto/s

English (LSJ)

ὁ,

   A sown corn, growing corn, A.Ag.1392.    2 sowing of corn, τὸν σ. διακωλύειν X.HG4.6.13; also σ. ὀσπρίων Thphr.HP8.2.8.    3 seed-time, Hp.Hebd.4 (σποράτος cod.).

German (Pape)

[Seite 924] ὁ, die Saat; Διὸς νότῳ γανᾷ σπορητός, Aesch. Ag. 1365; ἕως τὸν σπορητὸν διακωλύσῃ, Xen. Hell. 4, 6, 13, das Säen.

Greek (Liddell-Scott)

σπορητός: -οῦ, ὁ, σῖτος ἐσπαρμένος, σῖτος φυόμενος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1392. 2) ἡ σπορὰ γεννημάτων, τοῦ σπ. διακωλύειν Ξεν. Ἑλλ. 4. 6, 13· σπ. ὀσπρίων Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 2, 8. - Περί τοῦ τονισμοῦ ἴδε ἄμητος.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 ensemencement;
2 semence.
Étymologie: σπορά.