συντόμως
From LSJ
Φίλον βέβαιον ἐν κακοῖσι μὴ φοβοῦ → Fidelem amicum ne time in rebus malis → Hab in der Not nicht Angst vor einem treuen Freund
French (Bailly abrégé)
adv.
1 en peu de mots;
2 en peu de temps;
Cp. συντομώτερον ou συντομωτέρως, Sp. συντομώτατα, συντομωτάτως.
Étymologie: σύντομος.