ζέσιν τοῦ περὶ καρδίαν αἵματος καὶ θερμοῦ → surging of the blood and heat round the heart
έως (ὁ) :1 habitant de Tarse;2 habitant ou originaire du dème Ταρσεῖς.Étymologie: Ταρσός.