τρίγλυφος

From LSJ
Revision as of 20:11, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

Κατὰ τὴν ἰδίαν φρόνησιν οὐδεὶς εὐτυχεῖ → Suo arbitratu nullus est felix satis → Kein Mensch nach seinem eignen Denken glücklich ist

Menander, Monostichoi, 306
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρίγλῠφος Medium diacritics: τρίγλυφος Low diacritics: τρίγλυφος Capitals: ΤΡΙΓΛΥΦΟΣ
Transliteration A: tríglyphos Transliteration B: triglyphos Transliteration C: triglyfos Beta Code: tri/glufos

English (LSJ)

ον,

   A thrice-cloven, αἰχμὴ τ. the trident, Opp.H.5.377.    II as Subst., τρίγλυφος, ἡ, in Doric architecture, the triglyph, a three-grooved tablet placed at equal distances along the frieze; it seems orig. to have been the end of the beam (the spaces between being at first open and then called ὀπαί, afterwards filled up and called μετόπαι), παστάδων ὑπὲρ τέραμνα Δωρικάς τε τριγλύφους E.Or.1372 (lyr.); πασσαλεῦσαι κρᾶτα τριγλύφοις Id.Ba.1214; γεῖσα τριγλύφων (cj. Blomf. for γ' ἔσω) the cornice of (i. e. above) the triglyphs, Id.IT113; σὺν τῇ τ. IG22.1668.30; τριγλύφων γωνιηιᾶν SIG 247 ii61 (Delph., iv B. C.):—pl. τρίγλυφα, τά, Diph.61.2.

German (Pape)

[Seite 1141] dreimal geschlitzt, gespalten, αἰχμὴ τρίγλυφος, der Dreizack, Opp. Hal. 5, 377; – ἡ τρίγλυφος, der Dreischlitz über dem Architrav in der dorischen Säulenordnung, Eur. Or. 1374 I. T. 113; Arist. eth. Nicom. 10, 4, 12 auch τὸ τρίγλυφον.

Greek (Liddell-Scott)

τρίγλῠφος: -ον, ὁ ἔχων τρεῖς γλυφάς, εἰς τρία κεχωρισμένος, αἰχμὴ τρ., ἡ τρίαινα, Ὀππ. Ἁλ. 5. 377. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., τρίγλυφος, ἡ, ἐν τῇ ἀρχιτεκτονικῇ τοῦ Δωρικοῦ ῥυθμοῦ, μάρμαρον ἔχον τρεῖς γλυφὰς παραλλήλους καὶ τιθέμενον κατὰ ἴσα διαστήματα ὑπὲρ τὸ ἐπιστύλιον˙Ϗ φαίνεται ὅτι ταῦτα κατ’ ἀρχὰς ἦσαν τὰ ἄκρα τῶν δοκῶν (τὰ δὲ μεταξὺ διαστήματα κατ’ ἀρχὰς ἔμενον κενὰ καὶ ἐκαλοῦντο ὀπαί, εἶτα δὲ ἐπληρώθησαν καὶ ἐκλήθησαν μετόπαι), παστάδων ὑπὲρ τέρεμνα Δωρικάς τε τριγλύφους Εὐρ. Ὀρ. 1372˙ πασσαλεύειν κρᾶτα τριγλύφοις ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 1214˙Ϗ γεῖσα τριγλύφων (οὕτως ὁ Blomf. ἀντὶ γ’ εἴσω) τὸ (ὑπεράνω) τῶν τριγλύφων γεῖσον, ὁ αὐτ. ἐν Ι. Τ. 113˙Ϗ - ὡσαύτως τρίγλυφον, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 10. 4, 2˙ «ὅταν με καλέσῃ πλούσιος δεῖπνον ποιῶν, οὐ κατανοῶ τὰ τρίγλυφ’ οὐδὲ τὰς στέγας, οὐδὲ δοκιμάζω τοὺς Κορινθίους κάδους, ἀτενὲς δὲ τηρῶ τοῦ μαγείρου τὸν καπνὸν» Δίφιλος ἐν «Παρασίτῳ» 2, ἴδε Λεξικὸν Ἑλλ. Ἀρχαιολ. ὑπὸ Α. Ρ. Ραγκαβῆ ἐν λέξει.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à trois pointes ; τὸ τρίγλυφον triglyphe, ornement des architraves d’ordre dorique t. d’archit.
Étymologie: τρεῖς, γλύφω.