παραμύθιον
From LSJ
Ἡ γλῶσσ' ἁμαρτάνουσα τἀληθῆ λέγει → Inesse linquae veritas lapsae solet → Die Zunge, wenn sie in die Irre geht, spricht wahr
English (LSJ)
τό,
A address, exhortation, Pl.Lg. 773e, 880a (both pl.); encouragement, τοῦ μὴ φοβεῖσθαι Id.Euthd. 272b. 2 assuagement, abatement of, καμάτων S.El.130 (lyr.) ; πυρσῶν of the fires of love, Theoc.23.7 ; ἐλπὶς κινδύνῳ π. οὖσα Th.5.103 ; παραμύθια ποιήσασθαι τῆς ὁδοῦ Pl.Lg.632e, cf. 704d ; τοῖς γὰρ πλουσίοις πολλὰ π. φασιν εἶναι many consolations, Id.R.329e, cf. Phdr.240d, Phld.Mort.19 ; λύπης παραμύθιον Epigr.Gr.298.7 (Teos), cf. IG3.768a. 3 παραμύθια πλησμονῆς stimulants of a sated appetite, Pl.Criti.115b.