ἀγαθός

From LSJ
Revision as of 15:20, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀγᾰθός Medium diacritics: ἀγαθός Low diacritics: αγαθός Capitals: ΑΓΑΘΟΣ
Transliteration A: agathós Transliteration B: agathos Transliteration C: agathos Beta Code: a)gaqo/s

English (LSJ)

[ᾰγ], ή, όν, Lacon. ἀγασός Ar.Lys.1301, Cypr. ἀζαθός GDI57:—

   A good:    I of persons,    1 well-born, gentle, opp. κακός, δειλός, οἷά τε τοῖς ἀγαθοῖσι παραδρώωσι χέρηες Od.15.324, cf. Il.1.275; ἀφνειός τ' ἀ. τε Il.13.664, cf. Od.18.276; πατρὸς δ' εἴμ' ἀγαθοῖο, θεὰ δέ με γείνατο μήτηρ Il.21.109, cf. Od.4.611; κακὸς ἐξ ἀ. Thgn.190, cf. 57 sq.; πραῢς ἀστοῖς, οὐ φθονέων ἀγαθοῖς Pi.P. 3.71, cf. 2.96, 4.285; τίς ἂν εὔπατρις ὧδε βλάστοι; οὐδεὶς τῶν ἀ. κτλ. S.El.1082; οἵ τ' ἀ. πρὸς τῶν ἀγενῶν κατανικῶνται Id.Fr.84; τοὺς εὐγενεῖς γὰρ κἀγαθοὺς . . φιλεῖ Ἄρης ἐναίρειν ib.649, cf. E.Alc.600, al.: ἀγαθοὶ καὶ ἐξ ἀγαθῶν Pl.Phdr.274a:—in political sense, aristocrats, esp. in the phrase καλοὶ κἀγαθοί (v. sub καλοκἀγαθός).    2 brave, valiant, since courage was attributed to Chiefs and Nobles, Il.1.131, al.; τῷ κ' ἀγαθὸς μὲν ἔπεφν', ἀγαθὸν δέ κεν ἐξενάριξεν 21.280; cf. Hdt.5.109, etc.    3 good, capable, in reference to ability, ἀ. βασιλεύς Il.3.179; ἰητήρ 2.732; θεράπων 16.165, 17.388; πύκτης Xenoph.2.15; ἰητρός Hp.Prog.1; προβατογνώμων A.Ag. 795; ἄρχοντες Democr.266: freq. with qualifying words, ἀ. ἐν ὑσμίνῃ Il.13.314; βοὴν ἀ. 2.408,563, al.; πύξ Od.11.300; βίην Il.6.478; γνώμην S.OT687; πᾶσαν ἀρετήν Pl.Lg.899b, cf. Alc.1.124e; τέχνην Id.Prt.323b; τὰ πολέμια, τὰ πολιτικά, Hdt.9.122, Pl.Grg.516b, etc.: more rarely c. dat., ἀ. πολέμῳ X.Oec.4.15: with Preps., ἄνδρες ἀ. περὶ τὸ πλῆθος Lys.13.2; εἴς τι Pl.Alc.1.125a; πρός τι Id.R.407e: c. inf., ἀ. μάχεσθαι Hdt.1.136; ἱππεύεσθαι 1.79; ἀ. ἱστάναι good at weighing, Pl.Prt.356b.    4 good, in moral sense, first in Thgn.438, cf. Heraclit.104, S.El.1082, X.Mem.1.7.1, Pl.Ap.41d, etc.; ψυχῆς ἀγαθῆς πατρὶς ὁ ξύμπας κόσμος Democr.247: freq. with other Adjs., ὁ πιστὸς κἀ. S.Tr.541; δικαίων κἀ. ib.1050:—ironical, τὸν ἀ. Κρέοντα Id.Ant.31.    5 ὦ ἀγαθέ, my good friend, as a term of gentle remonstrance, Pl.Prt.311a, etc.    6 ἀ. δαίμων, v. sub δαίμων; ἀ. τύχη, v. sub τύχη; ἀ. θεός = Lat. bona dea, Plu.Caes.9, Cic.19.    II of things,    1 good, serviceable, Ἰθάκη . . ἀ. κουροτρόφος Od.9.27, etc.; ἀ. τοῖς τοκεῦσι, τῇ πόλει X.Cyn.13.17: c. gen., εἴ τι οἶδα πυρετοῦ ἀ. good for it, Id.Mem.3.8.3; ἑλκῶν Thphr.HP9.11.1.    2 of outward circumstances, αἰδὼς οὐκ ἀ. κεχρημένῳ ἀνδρὶ παρεῖναι Od.17.347; εἰπεῖν εἰς ἀγαθόν to good purpose, Il.9.102; ὁ δὲ πείσεται εἰς ἀ. περ for his own good end, 11.789; οὐκ ἀγαθὸν πολυκοιρανίη 2.204:—ἀγαθόν [ἐστι], c. inf., it is good to do so and so, Il.7.282, 24.130, Od.3.196, etc.    3 morally good, πρῆξις Democr.177; ἔργα Emp.112.2, cf. Ep.Rom.2.7, etc.    4 ἀγαθόν, τό, good, blessing, benefit, of persons or things, ὦ μέγα ἀ. σὺ τοῖς φίλοις X.Cyr.5.3.20; φίλον, ὃ μέγιστον ἀ. εἶναί φασι Id.Mem.2.4.2, cf. Ar.Ra.74, etc; as term of endearment for a baby, blessing!, treasure!, Men.Sam.28:— ἀγαθόν τινα δεδρακέναι, πεποιηκέναι confer a benefit on... Th.3.68, Lys.13.92; ἐπ' ἀγαθῷ τινος for one's good, Th.5.27, X.Cyr.7.4.3; ἐπ' ἀ. τοῖς πολίταις Ar.Ra.1487; οὐκ ἐπ' ἀ. for no good end, Th.1.131; ἐπ' οὐδενὶ ἀ. τῆς Ἑλλάδος X.HG5.2.35:—in pl., ἡ ἐπ' ἀγαθοῖς γεναμένη (sic) κατασπορά PFlor.21.10 (iii A.D.):—τὸ ἀ. or τἀ., the good, Epich.171.5, cf. Pl.R.506b, 508e, Arist.Metaph.1091a31, etc.:—in pl., ἀγαθά, τά, goods of fortune, treasures, wealth, Hdt.2.172, Lys.13.91, X.Mem.1.2.63, etc.; ἀγαθὰ πράττειν fare well, Ar.Av.1706; also, good things, dainties, Thgn.1000, Ar.Ach.873, etc.: good qualities, τοῖς ἀ., οἷς ἔχομεν ἐν τῇ ψυχῇ Isoc.8.32, cf. Democr.37; good points, of a horse, εἰ τἄλλα πάντα ἀ. ἔχοι, κακόπους δ' εἴη X.Eq. 1.2.    III Comp. and Sup. are usu. supplied from other stems, viz. Comp. ἀμείνων, ἀρείων, βελτίων, κρείσσων (κάρρων), λωΐων (λὥων), Ep. βέλτερος, λωΐτερος, φέρτερος:—Sup. ἄριστος, βέλτιστος, κράτιστος, λώϊστος (λῷστος), Ep.βέλτατος, κάρτιστος, φέρτατος, φέριστος:— later, reg. Comp. ἀγαθώτερος LXX Jd.11.25, 15.2, D.S.8Fr.12, Plot. 5.5.9, Diod.Rh.p.53.9H.: Sup. ἀγαθώτατος D.S.16.85, Hld.5.15, etc. (-ότατος POxy.1757.26 (ii A.D.)).    IV Adv. usually εὖ, q.v.: ἀγαθῶς Hp.Off.9, Arist.Rh.1388b6, LXX 1 Ki.20.7. (Etym. dub. (ὅτι ἄγει ἡμᾶς ἐπὶ τὸν ὀρθὸν βίον Stoic. 3.49); perh. cognate with ἄγαμαι, hence admirable.)

Greek (Liddell-Scott)

ἀγᾰθός: [ᾰγ], ή, όν, Λακων. ἀγασός. Ἀριστ. Λυσ. 1301 (ἴδ. ἐν τέλ.) - καλός. Λατ. bonus. Ι. Περὶ προσώπων: 1) κατ’ ἀρχάς, = καλός, ἤπιος, εὐγενής, ἐν ἀναφορᾷ πρὸς τὴν καταγωγὴν καὶ κοινωνικὴν τάξιν, καθ’ ὅσον οἱ εὐγενεῖς καὶ οἱ ἐξ εὐγενῶν καταγόμενοι ἀπεκαλοῦντο ἀγαθοὶ ἄνδρες· prud’ hommes, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰς λέξεις κακοί, δειλοὶ (= πρόστυχοι, βάναυσοι κτλ.) οἷά τε τοῖς ἀγαθοῖσι παραδρώωσι χέρηες, Ὀδ. Ο, 324· πρβλ. Ἰλ. Α. 275· ἀφνειός τ’ ἀγαθός τε, Ἰλ. Ν, 664· πρβλ. Ὀδ. Σ. 276· - πατρὸς δ’ εἴμ’ ἀγαθοῖο, θεὰ δέ με γείνατο μήτηρ, Ἰλ. Φ. 109· πρβλ. Ὀδ. Δ, 611. Οὕτως ἐν μεταγ. συγγραφεῦσι: κακὸς ἐξ ἀγαθοῦ, Θέογν. 190· πρβλ. 57. κἑξ.: πραῢς ἀστοῖς, οὐ φθονέων ἀγαθοῖς, Πίνδ. Π. 3, 125· πρβλ. 2, 175, 4. 506· τίς ἂν εὔπατρις ὧδε βλάστοι; οὐδεὶς τῶν ἀγαθῶν κτλ. Σοφοκλ. Ἠλ. 1080· οἵ τ’ ἀγαθοὶ πρὸς τῶν ἀγενῶν κατανικῶνται, ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 105· τοὺς εὐγενεῖς γὰρ κἀγαθούς ... φιλεῖ Ἄρης ἐναίρειν, αὐτόθ. 649 καὶ οὕτω τὸ εὐγενὲς γίνεται πλέον ἡ ἰδιότης (γνώρισμα) τῶν ἀγαθῶν, Εὐρ. Ἄλκ. 600· κἑξ. πρβλ. Ἰφ. Αὐλ. 625. Ἀνδρ. 767, Τρῳ. 1254· ἀγαθοὶ καὶ ἐξ ἀγαθῶν, Λατ. boni bonis prognati. Πλάτ. Φαῖδρ. 274Α: - Μὲ ταύτην τὴν ἀρχαιοτάτην σημασίαν συχνάκις συνεδυάζετο ἡ ἔννοια τοῦ πλούτου καὶ τῆς πολιτικῆς δυνάμεως, ἀκριβῶς ὅπως ἐν ταῖς φράσεσι boni καὶ mali cives, optimus quisque ἐν Σαλλουστίῳ καὶ Κικέρωνι. Ἰδίᾳ ἐν τῇ φράσει καλοὶ κἀγαθοὶ (ἴδ. λέξ. καλοκἀγαθός): - Περὶ ταύτης τῆς σημασίας ἴδ. Kortum Hellen. Staatsverf. σ. 14, Welcker Προλεγ. εἰς Θέογν. §10 - 15, 22 κἑξ., καὶ πρβλ. ἐσθλός, χρηστός, ἀμείνων, ἄριστος, βελτίων, βέλτιστος, κακός, χείρων, χερείων, εὐγενής. 2) καλός, ἀνδρεῖος, καθ’ ὅσον τὰ προσόντα ταῦτα ἀπεδίδοντο εἰς τοὺς ἀρχηγοὺς καὶ τοὺς εὐγενεῖς· ὥστεσημασία αὕτη συμπίπτει μετὰ τῆς πρώτης, Ἰλ. Α. 131, Κ. 559· τῷ κ’ ἀγαθὸς μὲν ἔπεφν’, ἀγαθὸν δέ κεν ἐξενάριξεν, Φ, 280. Πρβλ. Ἡρόδ. 5, 109 κτλ. 3) ἄξιος, ἀναφορικῶς πρὸς τὴν ἱκανότητα ἢ τὸ ἀξίωμα, ἀγ. βασιλεύς, Ἰλ. Γ, 179· ἰητήρ, Β, 732· θεράπων, Π, 165, Ρ. 388, συχν. μετὰ προσδιορισμῶν: ἀγαθὸς ἐν ὑσμίνῃ, Ν, 314· βοὴν ἀγαθός, Β, 408, 563, κτλ. πύξ, Γ, 237, Ὀδ. Λ. 300. βίην, Ἰλ. Ζ, 478. Οὕτως ἐν τῇ Ἀττ. διαλ. γνώμην ἀγ. Σοφ. Ο. Τ. 687· πᾶσαν ἀρετήν, Πλάτ. Νόμ. 899 Β. πρβλ. Ἀλκ. 1. 124Ε. τέχνην, ὁ αὐτ. Πρωτ. 323Β, τὰ πολέμια, τὰ πολιτικά, Ἡρόδ. 9, 122. Πλάτ. Γοργ. 516Β, κτλ. - Σπανιώτερον μετὰ δοτ. ἀγ. πολέμῳ Ξεν. Οἰκ. 4. 15· - Ὡσαύτ. μετὰ προθ., ἀγ. περὶ τὸ πλῆθος, Λυσ. 130, 2· εἴς τι, Πλάτ. Ἀλκ. Ι. 125Α· πρός τι ο αὐτ. Πολ. 407Ε: ― Ὡσαύτ. μετ’ ἀπαρ. ἀγ. μάχεσθαι, Ἡρόδ. 1, 135· ἱππεύεσθαι, 1, 79· ἀγ. ἱστάναι = ἱκανὸς εἰς τὸ σταθμίζειν, ζυγίζειν. Πλάτ. Πρωτ. 356Β. 4) ἀγαθός, ἐπὶ ἠθικῆς ἐννοίας. Κατὰ πρῶτον ἴσως ἐν Θεόγν. 438, ἀλλ’ οὐχὶ συχν. μέχρι τῶν φιλοσόφων συγγραφέων, ὡς τοῦ Πλάτ. Συχνάκις συνδέεται μετ’ ἄλλων ἐπιθέτων, ὁ πιστὸς κἀγ. Σοφ. Τρ. 451· σοφὸς κἀγ. Φιλοκτ. 119· δικαίων κἀγ. αὐτ. 1050, Πρβλ. Ἀντ. 671, κτλ. 5) ὦ ’γαθέ, = καλέ μου φίλε· ὡς ὅρος ἠπίας νουθεσίας, μομφῆς ἢ ἐπιπλήξεως, Πλάτ. Πρωτ. 311Α, 314Δ, κτλ. 6) ἀγαθοῦ δαίμονος, ὡς πρόποσις: «εἰς τιμὴν τοῦ ἀγαθοῦ δαίμονος»: μηδέποτε ... πίοιμ’ ἀκράτου, μισθὸν ἀγαθοῦ δαίμονος, Ἀριστοφ. Σφῆκ. 525. Πρβλ. ἀγαθοδαίμων, τύχη ΙΙ, 3. ― Ὁ ἀγ. δαίμων κατήντησε τίτλος τοῦ Ῥωμαίου Αὐτοκράτορος. ὡς τοῦ Νέρωνος, Συλλογ. Ἐπιγρ. 4699, πρβλ. 3886 (προσθηκ.): ἡ θεὸς ἀγαθὴ ἢ ἀπλῶς Ἀγάθη = ἡ bona dea, Πλουτ. Καῖσ. 9. Κικ. 19. ΙΙ. Περὶ πραγμάτων: 1) καλός, χρήσιμος. Ἰθάκη ... ἀγαθὴ κουροτρόφος, Ὀδ. Ι, 27, κτλ., -ἀγ. τοῖς τοκεῦσι, τῇ πόλει, Ξεν. Κυν. 13, 17. Μετὰ γεν. εἴ τι οἶδα πυρετοῦ ἀγαθὸν = καλὸν διὰ πυρετόν, ὁ αὐτ. Ἀπομν. 3. 8. 3. 2) περὶ ἐξωτερικῶν περιστάσεων, αἰδῶ δ’ οὐκ ἀγαθήν φησ’ ἔμμεναι ἀνδρὶ προΐκτῃ, Ὀδ. Ρ. 352· εἰπεῖν εἰς ἀγαθόν = διὰ καλὸν σκοπόν. Ἰλ. Ι. 102· ὁ δὲ πείσεται εἰς ἀγ. περ. = διὰ καλόν τινα σκοπόν, Λ. 789· μυθεῖτ’ εἰς ἀγαθά, Ψ. 305: ― ἀγαθόν [ἐστι] μετ’ ἀπαρ., = εἶναι καλὸν νὰ ... Ἰλ. Η. 282· Ω, 130. Ὀδ. Γ. 196 καὶ παρ’ Ἀττ. 3) ἀγαθόν, τό· = καλόν τι πρᾶγμα· εὐλογία τις, εὐεργεσία τις καὶ ὠφέλεια· ἐπὶ προσώπου, ὦ μέγα ἀγ. σὺ τοῖς φίλοις, Ξεν. Κύρ. 5, 3, 20· φίλον, ὃ μέγιστον ἀγαθὸν εἶναί φασιν. ὁ αὐτ. Ἀπομν. 2, 4, 2· πρβλ. Ἱερ. 7, 9. Ἀριστοφ. Βατ. 73, κτλ.: ἐπ’ ἀγαθῷ τινος = διὰ τὸ καλόν τινος, Θουκ. 5, 27. Ξεν., ἐπ’ ἀγαθῷ τοῖς πολίταις. Ἀριστ. Βατ. 1487: ― τὸ ἀγαθὸν ἢ τἀγαθόν = τὸ καλόν, τοῦ Κικέρωνος τὸ summum bonum, Πλάτ. Πολ. 506Β, 508Ε, 534C, καὶ ἄλλ.: ― Ὡσαύτ. κατὰ πληθ. ἀγαθά, τά· = τὰ ἀγαθὰ τῆς τύχης, ἀγαθά, πλοῦτος, Ἡρόδ. 2. 172. Λυσ. 138. 32, Ξεν. κτλ., ἀγαθὰ πάσχειν, κτλ., ἀλλ’ ὡσαύτως πράγματα εὐχάριστα, ἁβρὰ λιχνεύματα. Θέογν. 994. Ἀριστοφ. Ἀχ. 873. 982, κτλ., ὡσαύτως: προτερήματα, πλεονεκτήματα· τοῖς ἀγ., οἷς ἔχομεν ἐν τῇ ψυχῇ, Ἰσοκρ. 165D, εἰ τἆλλα πάντα ἀγ. ἔχοι, κακόπους δ’εἴη, περὶ ἵππου. Ξεν. Ἱπ. 1, 2, κτλ. ΙΙΙ. Δὲν ἀπαντῶσι παρὰ τοῖς δοκίμοις Συγγρ. ὁμαλοὶ τύποι παραθέσεως τῆς λέξεως ταύτης· ἀλλ’ ἀντ’ αὐτῶν πολλοὶ ἄλλοι τύποι εἶναι ἐν χρήσει· δηλ. συγκρ. ἀμείνων, ἀρείων, βελτίων, κρείσσων, (κάρρων), λωΐων (λῴων), Ἐπικ. βέλτερος, λωΐτερος, φέρτερος: ― Ὑπερθετ. ἄριστος, βέλτιστος, κράτιστος, λώϊστος (λῷστος), Ἐπικ. βέλτατος, κάρτιστος, φέρτατος, φέριστος. Τὸ ὁμαλ. συγκριτ. ἀγαθώτερος ἀπαντᾷ παρὰ τοῖς Ἑβδ. (Κριτ. ια΄ 25., ιε΄ 2) καὶ ἐν Ἐκκλ. συγγραφεῦσι· τὸ ὑπερθ. ἀγαθώτατος ἐν Διοδ. 16. 85. Ἡλιοδ. 5. 15. Εὐσ., κτλ. IV. ἐπίρρ. συνήθως εὖ· ἀλλ’ ἀγαθῶς ἀπαντᾷ ἐν Ἱππ. Κατ’ Ἰητρεῖον, Ἔκδ. Kühn. τόμ. ΙΙΙ, σ. 52, [35], Ἀριστ. Ῥητ. 2. 11, 1, καὶ Ο΄. (Ἡ συγγένεια μεταξὺ τοῦ ἀγαθὸς καὶ τῶν Τευτονικῶν λέξεων got, gut, good δὲν δύναται νὰ στηριχθῇ, διότι τὸ Ἑλλ. γ ἔπρεπε νὰ παρίσταται διὰ τοῦ Τευτονικοῦ k).

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
bon, de bonne qualité;
I. en parl. de pers. :
1 noble, de bonne naissance : καλοὶ καὶ ἀγαθοὶ ἄνδρες gens de bonne famille (lat. optimates);
2 brave;
3 bon, accompli en son genre : ἀγαθὸς βασιλεύς, θεράπων bon roi, bon serviteur ; βοὴν ἀγαθός IL qui a une voix retentissante ; ἀγαθὸς γνώμην SOPH de bon conseil ; ἀγαθὸς ἐν πολέμῳ XÉN propre à la guerre ; ἀγαθὸς μάχεσθαι HDT propre à combattre;
4 bon au sens mor. : οἱ καλοὶ καὶ ἀγαθοί les bons citoyens ; qqf ironiq. : bon, honnête, simple ; καλὸς κἀγαθός ATT beau et bon, parfait ; ὦ ἀγαθέ, ὦ ’γαθέ ATT mon bon !;
5 favorable, propice, bienveillant en un sens religieux : ἡ θεὸς ἀγαθή PLUT la bonne déesse (lat. bona dea) à Rome ; ἀγαθῂ τύχῃ PLUT à la fortune propice;
II. en parl. de choses;
1 bon, accompli en son genre : δαὶς ἀγαθή OD bon repas ; Ἰθάκη, ἀγαθὴ κουροτρόφος OD Ithaque, bonne nourricière de jeunes garçons;
2 qui convient à, utile à : ἀγαθὸν ἀνδρί OD qui convient à un homme ; qqf avec le gén. : ἀγαθὸν πυρετοῦ XÉN (remède) bon contre la fièvre ; ἀγαθὸν (ἐστί) avec l’inf. il est bon de ; abs. εἰπεῖν ou μυθεῖσθαι εἰς ἀγαθόν IL, εἰς ἀγαθά IL parler pour le bien;
3 propice, favorable : ἀγαθὴ ἡμέρα XÉN jour favorable pour faire qch;
4 prospère, heureux : ἀγαθόν τι πράττειν XÉN prospérer;
III. τὸ ἀγαθόν :
1 bien, bienfait;
2 ce qui est bon, un bien : φίλον, μέγιστον ἀγαθόν XÉN un ami, le plus grand bien ; abs. le bien en soi ; τὰ ἀγαθά, les biens, la fortune, la puissance, les qualités physiques et morales, particul. les biens de la terre;
Cp. et Sp.;
ἀμείνων, sans Sp.
poét. ἀρείων, ἄριστος;
βελτίων, poét. βέλτερος ; βέλτιστος, poét. βέλτατος;
κρείσσων, κράτιστος, poét. κάρτιστος;
λωΐων, att. λῴων, poét. λωΐτερος ; λώϊστος ou λῷστος;
poét. φέρτερος ; poét. φέρτατος et φέριστος.
Étymologie: ἄγαμαι.

English (Autenrieth)

good.—Hence (1) of persons, ‘valiant,’ ‘brave,’ ἢ κακὸς ἢ ἀγαθός, Il. 17.632; ‘skilful,’ ἶητῆρ' ἀγαθώ, Il. 2.732, freq. w. acc. of specification or an adv., βοήν, πύξ.—Often ‘noble’ (cf. optimates), opp. χέρηες, Od. 15.324.— (2) of things, ‘excellent,’ ‘useful,’ etc.; ἀγαθόν τε κακόν τε, ‘blessing and curse,’ Od. 4.237 ; ἀγαθοῖσι γεραίρειν, ‘honor with choice portions,’ Od. 14.441 ; ἀγαθὰ φρονεῖν, ‘wish one well,’ Od. 1.43; ‘be pure-minded,’ Il. 6.162 ; εἰς ἀγαθόν or ἀγαθὰ εἰπεῖν, ‘speak with friendly intent;’ εἰς ἀγ. πείθεσθαι, ‘follow good counsel.’