παρεῖπον
From LSJ
Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei
English (LSJ)
aor. 2 with no pres, in use, παράφημι being used,
A talk over, win over, Il.1.555, 6.337, A.Pr.131 (lyr.) ; εἰ . . θυμὸν ὀρίναις παρειπών by thy persuasions, Il.11.793, cf. 15.404 : c. acc. cogn., give such and such advice, αἴσιμα παρειπών 6.62, 7.121. [In Il. πᾱρειπών, πᾱρειποῦσα, i.e. παρϝειπών, -οῦσα ; but μή σε πᾰρείπῃ 1.555.]