γράφω
Νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε → Audi libenter, ipse adhuc iuvenis, senes → Als junger Mann hör' gerne auf die Älteren
English (LSJ)
[ᾰ], fut.
A -ψω Hdt.1.95, etc.: aor. ἔγραψα, Ep. γράψα Il.17.599: pf. γέγραφα Cratin.124, Th.5.26, etc.; later γεγράφηκα PHib. 1.78.2 (iii B. C.):—Med., fut. γράψομαι Ar.Pax 107, etc. (but in pass. sense, Gal.Protr.13): aor. ἐγραψάμην Ar.V.894, etc.:—Pass., fut. γρᾰφήσομαι Hp.Acut.26, Nicom.Com.1.39, (μετεγ-) Ar.Eq.1370; more freq. γεγράψομαι S.OT411, Theoc.18.47, etc.: aor. ἐγράφην [ᾰ], Hdt.4.91, Pl.Prm.128c, etc.; ἐγράφθην SIG57.5 (Milet., v B. C.), Archim.Fluit.2.4: pf. γέγραμμαι (also in med. sense, v. fin.), 3sg. ἔγραπται Opp.C.3.274; part. ἐγραμμένος or ἠγρ- SIG9 (Elis, dub.), Leg.Gort.1.45, al.; later γεγράφημαι Ph.2.637: 3pl. γεγράφαται IG 12.57.10, Dor. γεγράβανται Schwyzer 90.12 (Argos): plpf. ἐγέγραπτο X.Mem.1.2.64: 3pl. ἐγεγράφατο D.C.56.32. Used by Hom. only in aor. Act.:—scratch, graze, αἰχμὴ γράψεν οἱ ὀστέον ἄχρις Il.17.599; γράψας ἐν πίνακι πτυκτῷ θυμοφθόρα πολλά having marked or drawn signs thereon, 6.169: hence, later, represent by lines, draw, paint, Hdt.2.41, A.Eu.50, Pl.R.377e; γῆς περιόδους γ. draw maps, Hdt.4.36; γ. Ἔρωθ' ὑπόπτερον Eub.41.1; προσπεπατταλευμένον γ. τὸν Προμηθέα Men.535.2; ἀνδριάντα γ. Pl.R.420c; ζῷα γ., = ζωγραφεῖν (q. v.), Id.Grg.453c: metaph., ὁπόσα τοὺς λειμῶνας αἱ ὧραι γράφουσι Philostr.Im.Praef.:—Med., ζῷα γράφεσθαι Hdt.4.88:—Pass., εἰκὼν γεγραμμένη Ar.Ra.537; πίνακες γεγραμμένοι τὰ Ἀλεξάνδρου ἔργα Philostr.VA2.20. 2 Math., describe a figure, Euc.Post.3, al., Archim.Sph.Cyl.1.23, al., Gal.1.47. b of a point or line in motion, generate a figure, Arist.Mech.848b10, al.; τὸ σαμεῖον ἕλικα γράψει Archim.Sph.Cyl.1, cf.Apollon.Perg.Con.1.2, Hero Aut.8.1. 3 brand, mark, Opp.C.1.326:—Pass. in form γεγράφαται, ib.322. II express by written characters, write, τι Hdt.1.125, etc.; γ. διαθήκην Pl.Lg.923c, cf. X.Cyr.4.5.34 (Pass.); γ. τινὶ ὅτι . . Th.7.14; γ. τινί, c. inf., SIG552.13 (Abae, iii B. C.); γ. τι εἰς διφθέρας Hdt.5.58: prov., ὅρκους . . γυναικὸς εἰς ὕδωρ γράφω S.Fr.811, cf. Xenarch.6; εἰς τέφραν γ. Philonid.7; εἰς ὕδωρ, ἐν ὕδατι, Men. Mon.25, Pl.Phdr.276c; ἐν χρυσῷ πίνακι Id.Criti.120c; ἐν φλοιῷ Theoc.18.47; καθ' ὕδατος Luc.Cat.21; εἰς πέλαγος γράμματα γράψαι Epigr.Gr.1038.8 (Attalia):—Pass., πόθι φρενὸς γέγραπται in what leaf of memory it is written, Pi.O.10(11).3. 2 inscribe, γ. εἰς σκῦλα, εἰς στήλην, E.Ph.574, D.9.41:—Pass., γράφεσθαί τι to be inscribed with a thing, S.Tr.157; ὧδε γέγραμμαι have my name inscribed, IG12(7).3* (dub.); ἐν τῷ προσώπῳ γραφεὶς τὴν συμφοράν having it branded on his forehead, Pl.Lg.854d; γεγραμμένα κωκύουσαν, of the hyacinth, Euph.40. 3 write down, γ. τινὰ αἴτιον set him down as the cause, Hdt.7.214; γ. τι ἱερόν τινι register as... Pi.O.3.30; in magic, invoke a curse upon, Tab.Defix.Aud.14A1; γ. τινὰ κληρονόμον, ἐπίτροπον, institute by a written document, Pl.Lg.923c, 924a; register, enrol, ἐμὲ γράφε τῶν ἱππεύειν ὑπερεπιθυμούντων X.Cyr. 4.3.21; οὐ Κρέοντος προστάτου γεγράψομαι, as a dependent of Cr., S. OT411. 4 γ. τινί write a letter to one, γ. σοὶ ἵνα εἰδῇς PGrenf. 1.11 ii 21 (ii B. C.), etc.; εἴς τινα Luc.Syr.D.23. 5 γ. περί τίνος write on a subject, X.Cyn.13.2, etc.; ὑπέρ τινος Plb.1.1.4, etc.; εἴς τινα against... Longin.4.3; πρός τινα address a work to... Id.1.3; describe, οἱ ὑφ' ἡμῶν γραφόμενοι καιροί Plb.2.56.4; esp. of Prose, opp. ποιεῖν, Isoc.2.48: c. dupl. acc., τί . . γράψειειν ἄν σε μουσοποιὸς ἐν τάφῳ ; E.Tr.1189. 6 write down a law to be proposed: hence, propose, move, γνώμην, νόμον, ψήφισμα, etc., X.HG1.7.34, Ar.Nu. 1429, etc.: abs. (sc. νόμον), D.18.179; γ. καὶ νομοθετεῖν περί τινος Id.24.48; γ. πόλεμον, εἰρήνην, Id.10.55, 19.55: c. inf., σὺ γράφεις ταῦτ' εἶναι στρατιωτικά Id.1.19; ἔγραψα . . ἀποπλεῖν . . τοὺς πρέσβεις Id.18.25; enact, νόμοι οὓς τὸ πλῆθος συνελθὸν ἔγραψε X.Mem.1.2.42:—Pass., παρὰ τὰ γραφέντα δρᾶν Pl.Plt.295d; τὸ γεγραμμένον ὑπὸ σοῦ ψήφισμα Din.1.70. 7 prescribe, ordain, πότμος ἔγραψε Pi.N.6.7. 8 ὁ γράφων τὸν Ὀξυρυγχίτην (sc. νομόν) the secretary for the nome of Oxyrhynchus, POxy.239.1 (i A. D.); τῷ ἰδίῳ λόγῳ γράφοντι τὸν νομόν PFlor.358.5 (ii A. D.). B Med., write for oneself or for one's own use, note down, Hdt. 2.82, IG12.57.39, etc.; γ. τι ἐν φρεσίν A.Ch.450 (lyr.); φρενῶν ἔσω S.Ph.1325; ἐγραψάμην ὑπομνήματα I wrote me down some memoranda, Pl.Tht.143a; cause to be written, συγγραφήν D.56.6, etc.; γ. πρόσοδον πρὸς τὴν βουλήν petition for a hearing before the Council, Id.24.48. 2 enrol oneself, γράψασθαι φυλῆς καὶ δήμου καὶ φρατρίας IG12.374.16, ib.2.115b21: abs., of colonists, Pl.Lg.850b; but also (cf. A.11.3), ἕνα τῶν μαθητῶν ἐμὲ γράφου enrol me as one of your disciples, Id.Cra.428b. 3 as law-term, γ. τινά to indict one, τινός for some public offence, e.g. τῆς αἰσχροκερδείας, Pl.Lg. 754e; γ. [τινὰ] παρανόμων D.18.13; in full, γραφὴν γράψασθαί τινα Ar.Nu.1482 (but in Pass., εἴ σοι γράφοιτο δίκη ib.758); γράψασθαι δίκας SIG344.38 (Teos): c. acc. et inf., γ. τινὰ ἀδικεῖν Ar.V.894, cf. Pax107: abs., οἱ γραψάμενοι the prosecutors, Id.V.881; ἑτέροις οὐκ ἦν γράψασθαι And.1.75; also γράφεσθαί τι indict an act, i. e. the doer of it, as criminal, ἐγράψατο τὴν Χαβρίου δωρειάν he brought a γραφὴ παρανόμων against the person who proposed the grant to Chabrias, D.20.146, cf. 95; τὸ χάριν τούτων ἀποδοῦναι παρανόμων γράφει (2sg.) Id.18.119. b Pass., to be indicted, γραφεὶς ἀπέφυγον D.18.103; τοῦτο τὸ ψήφισμα ἐγράφη παρανόμων was indicted as illegal, Aeschin.3.62; ψηφίσματα ὑπὸ τούτου οὐδὲ γραφέντα not even indicted, D.18.222 (but in 18.28, εἰ μὴ τοῦτ' ἐγράφη if this decree had not been proposed, as Pass. of A. 11.6); τὰ γεγραμμένα the articles of the indictment, Id.18.56; τὸ γεγραμμένον the penalty named in the indiclment, Id.24.83:—but γέγραμμαι usu. takes the sense of the Med., indict, Id.18.59, 119, cf. Pl.Euthphr.2b, Tht.210d.
German (Pape)
[Seite 505] ritzen, eingraben, schreiben, malen; pass. aor. u. fut. γραφῆναι, γραφήσεται, Plat. Phaedr. 271 b; Sp. ἐγράφθην, auch γεγράφηκα; perf. pass. ἐγραμμένοι steht Inscr. 11, κατὰ δ' ἔγραπται Opp. Cyn. 3, 2, 74. – Hom. zweimal, in der ursprünglichen Bedeutung, = ritzen, eingraben: Iliad. 17, 599 βλῆτο γὰρ ὦμον δουρί, ἄκρον ἐπιλίγδην· γράψεν δέ οἱ ὀστέον ἄχρις αἰχμὴ Πουλυδάμαντος; 6, 169 πέμπε δέ μιν Λυκίηνδε, πόρεν δ' ὅ γε σήματα λυγρά, γράψας ἐν πίνακι πτυκτῷ θυμοφθόρα πολλά, δεῖξαι δ' ἠνώγειν ᾧ πενθερῷ, ὄφρ' ἀπόλοιτο, vgl. vs. 176 sqq καὶ τότε μιν ἐρέεινε καὶ ᾔτεε σῆμα ἰδέσθαι, ὅ ττί ῥά οἱ γαμβροῖο πάρα Προίτοιο φέροιτο. αὐτὰρ ἐπεὶ δὴ σῆμα κακὸν παρεδέξατο γαμβροῦ. κτἑ. In dieser Stelle ist nicht von Buchstabenschrift die Rede, sondern vom Einritzen gewisser Symbole und Zeichen, welche bildlich andeuteten, der Ueberbringer solle sterben. Es giebt im Homer noch eine ähnliche Stelle, an welcher das composit. ἐπιγράφω ganz in demselben Sinne gebraucht wird, wie Iliad. 6, 169 das simpl. γράφω, nämlich Iliad. 7, 187, wo der Zusammenhang noch deutlicher als 6, 169 zeigt, daß keine Allen gemeinsame Buchstabenschrift erwähnt werde, sondern bloß ein Symbol, ein Zeichen; nämlich nur derjenige selbst versteht es, welcher es einritzte. Beide Stellen, an denen, wenn auch keine Buchstabenschrift, doch eine Vorstufe derselben erwähnt wird, Hiad. 6, 169 und 7, 187, gehören zu Lachmanns sechstem Liede; ein Umstand, den Lachmann selber in den Betrachtungen über Homers Ilias S. 22 bei der Abgränzung dieses seines sechsten Liedes nicht erwähnt, an den er auch bei seiner Untersuchung, nach mündlichen Mittheilungen, nicht gedacht hat, den er aber, als man ihn von anderer Seite mündlich auf denselben hinwies, als sehr wichtig und als einen neuen Beweis der ursprünglichen Zusammengehörigkeit beider Bücher 6. u. 7. ansah. Sofort aber verwahrte er sich, u. mit vollem Rechte, gegen die Ansicht, als ob aus dem γράφειν des sechsten Liedes geschlossen werden könne, daß dies Lied junger als irgend ein anderer Theil der Homerischen Dichtungen sei. Es sei eben nur ein anderer Dichter. Ueber die ganze vielbesprochene Angelegenheit s. Wolf. Prolegg. p. 40–94 Lehrs. Aristarch. p. 103. 348 Sengebusch Homer. dissert. 2 p. 41 sqq. Die Thatsache, daß im Homer von Buchstabenschrift nicht die Rede sei, hat schon Aristarch festgestellt, dessen Metalepsis ξέειν ist: s. Schell. Aristonic. Iliad. 6, 169. 176. 7, 175. 187. Vgl. außer ἐπιγράφω noch ἐπιγράβδην Iliad. 21, 166 und γραπτύς Odyss. 24, 229. – Homerisch redet Poll. 9, 83 εἴτε Φείδων πρῶτος ὁ Ἀργεῖοσἔγραψε νόμισμα, εἴτε Δημοδίκη ἡ Κυμαία κτἡ., vgl. 84 εἰ Μιτυληναῖοι μὲν Σαπφὼ τῷ νομίσματι ἐνεχάραττον, Χῖοι δὲ Ὅμηρον, Ἰασεῖς δὲ παῖδα δελφῖνι ἐποχούμενον, Δαρδανεῖς δὲ ἀλεκτρυόνων μάχην κτἡ. Gewöhnlich aber heißt γράφειν nach Homer schreiben oder malen; Linien, Figuren, Buchstaben mit dem Griffel oder Pinsel machen, schreiben, malen, von Her. u. Pind. an überall; ἐς διφθέρας, εἰς σκῦλα, Her. 5, 58; Eur. Phoen. 574 u. A.; γράμματα ἐν φλοίῳ γεγράψεται Theocr. 18, 47; εἰς στήλην Dem. 9, 41; sprichw. εἰς ὕδωρ γρ., von Dingen, die keinen Erfolg haben, B. A. 55; vgl. Paroem. Plut. 5; ἐν ὕδατι Plat. Phaedr. 276 c; καθ' ὕδατος Luc. Catapl. 21; kom. εἰς οἶνον γρ. Xenarch. Ath. X, 441 e; ἐς τὰ ἱερὰ γράψαντα ἀναθεῖναι Plat. Legg. XII, 943 c; vgl. Pind. Ol. 3, 30 u. Plat. Charm. 165 a; ἐν χρυσῷ πίνακι Critia. 620 c; εἰκόνας Phil. 39 b; ἢ πλάττειν Soph. 235 e; τὰ ζῷα γράφειν Gorg. 453 c, woher ζωγραφεῖν; ἀνδριάντας, bemalen, Rep. IV, 420 e; – ein Buch, einen Brief schreiben, πρός τινα, περί τινος; τί, etwas beschreiben, νόμους, Gesetze vorschreiben, geben, vom Gesetzgeber; auch ohne νόμους, z. B. παρὰ τὰ γραφέντα δρᾶν Plat. Polit. 295 d u. öfter; τὰ γεγραμμένα, = νόμοι, Dem. 58, 24; vgl. πότμος ἔγραψε, das Schicksal bestimmte, Pind. N. 6, 5; dah. ζημίαν, κληρονόμον, ἐπίτροπον, fest-, einsetzen, Plat. Legg. VII, 790 a XI, 923 e 924 a; – γνώμην, eine Meinung aufschreiben, um sie genehmigen zu lassen, ἐς τὸν δῆμον Plut. Arist. 3; ebenso νόμον, ψήφισμα, Xen. Hell. 1, 7, 37 Mem. 1, 2, 42; oft bei Oratt.; πόλεμον, εἰρήνην, πρεσβείαν, darauf antragen, Dem. 10, 55. 19, 55, u. öfter bei Rednern; c. acc. c. inf., ἔγραψεν ἐξιέναι βοηθήσοντας Ἀθηναίους, daß sie ausziehen sollten, Dinarch. 1, 39. – Med., sich etwas aufschreiben, Her. 2, 82, sich etwas malen lassen, 4, 88; vgl. Plut. Mar. 40; γράφου δὲ φρενῶν εἴσω Soph. Phil. 1325; vgl. Pind. Ol. 11, 3; νόμους, sich Gesetze geben lassen, vom Volke; ὑπομνήματα Plat. Theaet. 142 e; vgl. Critia. 113 a; sich seinen Namen aufschreibenlassen, Legg. VIII, 850 b; zu einer Klasse rechnen, ἕνα τῶν μαθητῶν καὶ ἐμὲ γράφου Crat. 428 b; so auch akt., ἐμὲ γράφε τῶν ἱππεύειν ἐπιθυμούντων Xen. Cyr. 4, 3, 21; οὐ Κρέοντος προστάτου γεγράψομαι, als Klient des Kreon, Soph. O. R. 411; – πρόσοδον γράψασθαι πρὸς τὴν βουλήν, schriftlich um Erlaubniß bitten, in den Senat zu kommen, Dem. 24, 48; συγγραφὴν γράψασθαι, einen Vertrag aufsetzen, 56, 6. – In attischer Gerichtssprache, γράφεσθαί τινά τινος, Einen eines Staatsverbrechens wegen anklagen, z. B. παρανοίας, ἀστρατείας, παρανόμων u. ä., Plat. u. Oratt.; τὴν τῆς παρανοίας γράφεσθαι δίκην od. γραφήν Plat. Legg. XI, 929 d e; γραφήν σέ τις γέγραπται Euthyphr. 2 a; c. partic., ὡς καινοὺς ποιοῦντα θεοὺς ἐγράψατο 3 b; – γράφεσθαι ψήφισμα, δωρεάν, gegen einen Volksbeschluß, ein Geschenk, als gesetzwidrig, Klage erheben, Dem. 20, 146; seltener c. acc. c. inf., Ar. Pax 107 Vesp. 894, der es Av. 1053 auch im act. in dieser Bdtg braucht, was die Atticisten verwerfen; vgl. noch Antiphan. Ath. II, 66 c στρεβλοῦν γράφουσι τοῦτον ὡς κατάσκοπον, eigtl. sie tragen darauf an; pass., εἴ σοι γράφοιτό τις δίκη Nubb. 758; ἡ γραφεῖσα δίκη Plat. Legg. XII, 956 c; γραφεὶς τὸν ἀγῶνα τοῦτον ἀπέφυγον Dem. 18, 103; τὸ γεγραμμένον, die streitige Geldsumme, um die Einer verklagt ist, Dem. 24, 83; τὰ γεγραμμένα, die Klagepunkte, 18, 56; Lycurg. 5.
Greek (Liddell-Scott)
γράφω: [ᾰ], μέλλ.-ψω, ἀόρ. ἔγραψα, Ἐπ. γράψα, πρκμ. γέγραφα Κρατῖν. Νόμ. 7, Θουκ.· παρὰ μεταγεν. συγγραφ. γεγράφηκα Συνέσ.― Μέσ., μέλλ. γράψομαι (ἴδε κατωτ.), ἀόρ. ἐγραψάμην.― Παθ., μέλλ. γρᾰφήσομαι Ἱππ. Ὀξ. 388. 4 (μετεγ-) Ἀριστοφ. Ἱππ. 1370· συχνότερον γεγράψομαι, ἀόρ. ἐγράφην [ᾰ] Πλάτ., κλπ.· παρὰ μεταγεν. συγγραφ. ἐγράφθην Ἀριστείδ., κλπ.· πρκμ. γέγραμμαι (ὡσαύτως μετὰ μέσ. σημασ., ἴδε ἐν τέλ.), ποιητ. ἔγραπται Ὀππ. Κ. 3. 274. Ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον κατ’ ἐνεργ. ἀόρ. (Ἐκ √ΓΡΑΦ παράγονται ὡσαύτως τὰ γραφή, γραφίς, γραμμή, γράμμα, καὶ ἴσως γρομφάς, ὃ ἴδε· πρβλ. Γοτθ. graban (σκάπτειν), groba (φωλεός), Παλαιο-Σκανδιν. grafa, Ἀγγλο-Σαξ. grafan, Γερμ. graben, κλπ.·― ἂν τὰ Λατιν. scribo, scrobs, scrofa εἶναι συγγενῆ, ἡ πρώτη ῥίζα πιθανῶς ἦτο scra bh, ἴδε Corssen Lat. Spr. σ. 447. Ἡ πρώτη σημασία = ξέω, τσουγγρανίζω, αἰχμὴ γράψεν δὲ οἱ ὀστέον ἄχρις Ἰλ. Ρ. 599· γράψας ἐν πίνακι πτυκτῷ θυμοφθόρα πολλά, σημειώσας ἢ χαράξας σημεῖα ἐπ’ αύτοῦ, Ζ. 169, πρβλ. Wolf proleg. LXXXI, κἑξ.· οὐδαμοῦ ἄλλοθι παρ’ Ὁμ. (εἰ μὴ ἐν παραγώγοις τύποις γραπτύς, ἐπιγράβδην, ἐπιγράφω)·― ἐντεῦθεν βραδύτερον, παριστάνω διὰ γραμμῶν, διαγράφω, σχεδιάζω, ζωγραφῶ, Ἡρόδ. 2. 41, Αἰσχύλ. Εὐμ. 50· γρ. Ἔρωθ’ ὑπόπτερον Εὔβουλ. Καμπ. 3· προσπεπατταλευμένον γρ. τὸν Προμηθέα Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 6· εἰκὼν γεγραμμένη Ἀριστοφ. Βατρ. 537· ὡσαύτως ἐν τῶ μέσ. τύπῳ, ζῶα γράφεσθαι = ζωγραφεῖν, Ἡρόδ. 4. 88· πρβλ. ἀπόμουσος. ΙΙ. παριστάνω ἢ ἐκφράζω τι διὰ γραπτῶν χαρακτήρων, γράφω, τι Ἡρόδ. 1. 125, κτλ.· γρ. τινὰ, γράφω τὸ ὄνομἀ τινος, Ξεν.· γρ. ἐπιστολήν, διαθήκην, κτλ., ὁ αὐτ. Κύρ. 4. 5, 34, Πλάτ. Νόμ. 923C, κτλ.· γρ. τινὶ ὅτι…, Θουκ. 7. 14·― γρ. τι εἰς διφθέρας Ἡρόδ. 5. 68· παροιμ., ὅρκους… γυναικὸς εἰς ὕδωρ γράφω Σοφ. Ἀποσπ. 694, Ξέναρχ. Πεντ. 3· οὕτως, εἰς τέφραν γρ. Φιλωνίδ. ἐν Ἀδήλ. 1· εἰς ὕδωρ, ἐν ὕδατι Μένανδ. Μονοστ. 25, Πλάτ. Φαίδρ. 276C, πρβλ. Κριτ. 120C· καθ’ ὕδατος Λουκ. Κατάπλ. 21· εἰς πέλαγος γράμματα γράψαι Ἐπιγράμ. Ἑλλ. 1038. 8.― Παθ., πόθι φρενός γέγραπται, εἰς ποῖον φύλλον τῆς μνήμης εἶναι γεγραμμένον, Πίνδ. Ο. 10 (11). 3· ἐν τῲ προσώπῳ γραφεὶς τὴν συμφοράν, ἔχων αὐτὴν ἐγκεκαυμένην οὕτως εἰπεῖν ἐν τῷ προσώπῳ, Πλάτ. Νόμ. 754Α. 2) ἐγγράφω, ὡς τὸ ἐπιγράφω, γρ. εἰς σκῦλα, εἰς στήλην Εὐρ. Φοιν. 574, Δημ. 121. 21.― Παθ., γράφεσθαί τι, ἐπιγράφομαι μέ τι πρᾶγμα, Br. Σοφ. Τρ. 157· ὧδε γέγραμμαι, ἔχω τὸ ὄνομά μου ἐπιγεγραμμένον, Ἐπιγρ. Ἑλλην. 285. 1. 3) καταγράφω, θεωρῶ, γρ. τινὰ αἴτιον, θεωρῶ τινα ὡς τὸν αἴτιον, Ἡρόδ. 7. 214· γρ. τι ἱερόν τινι, καταγράφω ὡς…, Πίνδ. Ο. 3. 54· γρ. τινὰ κληρονόμον, ἐπίτροπον, καθιστῶ αὐτὸν τοιοῦτον δι’ ἐγγράφου, Πλάτ. Νόμ. 923C, 924Α· καταγράφω εἰς κατάλογον, γρ. τινὰ τῶν ἱππευόντων, μεταξὺ τῶν ἱππέων, Ξεν. Κύρ. 4. 3, 21· οὐ Κρέοντος προστάτου γεγράψομαι, ὡς ἐξαρτώμενος ἐκ τοῦ Κρ., Σοφ. Ο. Τ. 411. 4) γρ. εἴς τινα, γράφω ἐπιστολὴν πρός τινα, Λουκ. π. Συρ. Θ. 23. 5) γρ. περί τινος, γράφω περί τινος ὑποθέσεως, Ξεν. Κυν. 13, 2· ὐπέρ τινος Πολύβ. 1. 1, 4, κτλ.·― ἀπολ., γράφω ὡς συγγραφεύς, περιγράφω, ὁ αὐτ. 2. 56, 4· μ. διπλ. αἰτ., τί… γράψειεν ἄν σε μουσοποιός ἐν τάφῳ: Εὐρ. Τρω. 1188. 6) γράφω νόμον τινά, ὃν μέλλω νὰ προτείνω· ἐντεῦθεν, προτείνω, προβάλλω, γνώμην, νόμον, ψήφισμα, κτλ., Ξεν. Ἑλλ. 1. 7, 37, Ἀπομν. 1. 2, 42· γράφειν, ἀπολ. (ἐξυπακουομ. τοῦ νόμον), Δημ. 288. 9., 715. 27, κτλ.· γρ. πόλεμον, εἰρήνην, κτλ., ὁ αὐτ. 146. 2., 358. 17· ὡσαύτως μετ’ ἀπαρ., σὺ γράφεις ταῦτ’ εἶναι στρατιωτικά ὁ αὐτ. 14. 24· ἔγραψα…ἀποπλεῖν… τοὺς πρέσβεις ὁ αὐτ. 233. 21· ἴδε ἐν λ. παράνομος ΙΙ. 7) προγράφω, προορίζω, πότμος ἔγραψε Πίνδ. Ν. 6. 13. Β. μέσ., γράφω δι’ ἐμαυτὸν ἤ πρὸς ἰδίαν μου χρῆσιν, σημειῶ, Ἠρόδ. 2. 82, κτλ.· γράφεσθαί τι ἐν φρεσὶν Αἰσχύλ. Χο. 450· φρενῶν ἔσω Σοφ. Φ. 1325· ἐγραψάμην ὑπομνήματα Πλάτ. Θεαιτ. 143Α· κάμνω ὥστε νὰ γραφῇ τι, συγγραφὴν Δημ. 1284. 20, κτλ.· γρ. πρόσοδον πρὸς τὴν βουλήν, αἴτησιν προσόδου ἤτοι ἀκροάσεως παρὰ τῇ βουλῇ, ὁ αὐτ. 715. 25· πρβλ. ἐγγράφομαι. 2) ὡς Ἀττ. δικανικός ὅρος, γράφεσθαί τινα, καταγγέλειν τινά, τινός, διά τι δημόσιον πλημμέλημα, π.χ. τῆς αἰσχροκερδείας, Πλάτ. Νόμ. 754, ἐν τέλ.· γρ, τινά παρανόμων, ἴδε ἐν λ. παράνομος ΙΙ. (ἴδε τὸν τύπον ἐν Δημ. 548. 4)· πλῆρες, γραφὴν γράψασθαί τινα Ἀριστοφ. Νεφ. 1482 (ἀλλ’ ἐν τῷ παθ., εἴ σοι γράφοιτο δίκη ὁ αὐτ. 758)· ἴδε γραφὴ ΙΙΙ· ὡσαύτως μ. αἰτ. καὶ ἀπαρεμφ., γρ. τινά ἀδικεῖν ὁ αὐτ. Σφηξ. 894, πρβλ. Εἰρ. 107· ἀπολ., οἱ γραψάμενοι, οἱ κατήγοροι, ὁ αὐτ. Σφηξ. 881· οὐκ ἦν ἑτέροις γράψασθαι Ἀνδοκ. 10. 27― ἀλλά, γράψασθαί τι, καταγγέλω πρᾱξίν τινα ὡς ἐγκληματικήν, δηλ. τὸν πράξαντα αὐτὴν, ἐγράψατο τὴν Χαβρίου δωρεάν, εἰσήγαγε γραφὴν παρανόμων ἐναντίον τοῦ άνθρώπου, ὅστις προέτεινε τὴν εἰς τὸν Χαβρίαν δωρεάν, Δημ. 501. 28, πρβλ. 486. 1· τὸ χάριν τούτων ἀποδοῦναι παρανόμων γράφει (β’ ἐνικ. μέσ.) ὁ αὐτ. 267. 7. β) παθ., ἐγκαλοῦμαι, καταγγέλλομαι, οὐχὶ σπανίως παρὰ Δημ. καὶ Αἰσχίν.· τοῦτο τὸ ψήφισμα ἐγράφη παρανόμων, κατηγγέλθη ὡς παράνομον, Αἰσχίν. 62. 28· ψηφίσματα ὑπὸ τούτου οὐδὲ γραφέντα, τὰ ὁποῖα οὐδὲ κατηγγέλθησαν, Δημ. 302. 18· (ἀλλὰ 254. 13, εἰ μὴ τοῦτο ἐγράφη, ἂν τὸ ψήφισμα τοῦτο δὲν εἴχε προταθῇ, ὡς παθ. τοῦ Α. ΙΙ. β)· οὕτως ἐν τῷ πρκμ., τὰ γεγραμμένα, τὰ ἄρθρα τῆς καταγγελίας, ὁ αὐτ. 244. 10., 930. 1· τὸ γεγραμμένον, ἡ ποινὴ ἡ ἀναφερομένη ἐν τῇ καταγγελίᾳ, ὁ αὐτ. 727. 2·― ἀλλὰ τὸ γέγραμμαι συνήθως λαμβάνει τὴν σημασίαν τοῦ μέσ., καταγγέλλω, ὁ αὐτ. 245. 2., 267. 4, πρβλ. Πλάτ. Εὐθύφρ. 2Β, Θεαιτ. 210D.
French (Bailly abrégé)
f. γράψω, ao. ἔγραψα, pf. γέγραφα, pqp. ἐγεγράφειν;
Pass. f.2 γραφήσομαι, ao.2 ἐγράφην, pf. γέγραμμαι, pqp. ἐγεγράμμην, f.ant. γεγράψομαι;
A. primit. égratigner, écorcher : αἰχμὴ γράψεν οἱ ὀστέον ἄχρις IL la pointe de la lance lui écorcha l’os à la surface;
B. tracer des signes pour écrire ou pour dessiner, d’où
I. graver : (σήματα) ἐν πίνακι IL (des signes) sur une tablette;
II. écrire, particul.
1 écrire un message, une lettre;
2 écrire, rédiger, composer ; abs. écrire en prose, p. opp. à ποιεῖν, écrire en vers;
3 inscrire, enregistrer : τινα τῶν ἱππεύειν ἐπιθυμουμένων XÉN inscrire qqn au nombre de ceux qui désirent servir dans la cavalerie ; Pass. οὐ Κρέοντος προστάτου γεγράψομαι SOPH litt. je ne serai pas inscrit comme client de Créon, càd je ne serai pas considéré comme l’instrument des volontés de Créon;
4 proposer par écrit : γνώμην, rédiger, proposer une motion ; νόμον, proposer une loi ; πόλεμον, εἰρήνην, rédiger une proposition de guerre, de paix;
5 assigner (par écrit) en justice ; poursuivre ou attaquer en justice ; γραφεὶς τὸν ἀγῶνα τοῦτον ἀπέφυγον DÉM poursuivi dans ce procès, j’ai été acquitté ; τοῦτο τὸ ψήφισμα ἐγράφη παρανόμων ESCHN ce décret a été attaqué comme illégal ; abs. τὰ γεγραμμένα DÉM les articles de la condamnation;
III. tracer des lignes (droites, courbes, etc.) ; dessiner, peindre;
Moy. γράφομαι (f. γράψομαι, ao. ἐγραψάμην, pf. γέγραμμαι);
I. écrire pour soi :
1 consigner ou noter pour soi par écrit ; fig. τι ἐν φρεσίν ESCHL ou φρενῶν ἔσω SOPH noter qch dans son esprit, se graver qch dans l’esprit;
2 rédiger ou composer pour soi : γράφεσθαι νόμους XÉN se donner des lois en parl. du peuple;
3 t. de droit att. γραφὴν γράφομαι assigner (par écrit) en justice, accuser en parl. d’une action publique;
II. dessiner, peindre.
Étymologie: R. Γραφ, égratigner ; cf. lat. scribo.
English (Autenrieth)
aor. γράψε: scratch, graze; ὀστέον, reached by the point of the lance, Il. 17.599 ; σήματα ἐν πίνακι, symbols graven on a tablet, Il. 6.169.