δενδρήεις
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
English (LSJ)
εσσα, εν,
A wooded, νῆσος, ἄλσος, Od.1.51, 9.200; ἀλωαί Theoc.25.30; νῆσος Jul.Mis.352a. 2 with tree-like markings, ἀχάτης Orph.L.236. II = δενδρικός, of or for a tree, πόθος Opp.H. 4.270.
German (Pape)
[Seite 545] εσσα, εν, baumreich; Homer zweimal: Odyss. 1, 51 νῆσος δενδρήεσσα; 9, 200 ἐν ἄλσεἱ δενδρήεντι. – Hom. h. Ap. 76 ἄλσια δενδρήεντα; Hom. hymn. 18, 3 ἀνὰ πίση δενδρήεντα; sp. D., z. B. ἀλωαί Theocr. 25, 30; ἄγκεα Orph. Arg. 431: – Opp. πόθος, Verlangen nach den Bäumen, Hal. 4, 270.
Greek (Liddell-Scott)
δενδρήεις: εσσα, εν, δενδρώδης, πλήρης δένδρων, Ὀδ. Α. 51.,Ι 200. ΙΙ. = δενδρικός, ἀνήκων ἢ ἀποβλέπτων εἰς δένδρον, πόθος Ὀππ. Ἁλ. 4. 270.
French (Bailly abrégé)
ήεσσα, ῆεν;
rempli d’arbres, boisé.
Étymologie: δένδρον.