ἑλίσσω
Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft
English (LSJ)
or ἐλίσσω (the latter more freq. in codd. of Hom.), Att. ἑλίττω, Ep. inf.
A -έμεν Il.23.309; Ion. εἰλίσσω or εἱλίσσω (εἱ. is found in codd. of Hdt. (v. infr.), but κατ-ελίσσειν Hp.Acut.(Sp.) 37, κατειλίξαι Id.Morb.2.18, al.): fut. ἑλίξω E.Ph.711: aor. εἴλιξα Pl.Ti.73a (εἵλ- codd., but κατ-ειλίξας IG22.204.32); part. ἑλίξας Il.23.466, Ion. εἰλίξας Hdt.4.34:—Med., Il.23.320: fut. ἑλίξομαι 17.728: aor. ἑλιξάμην 12.467,17.283:—Pass.,fut. ἑλιγήσομαι LXXIs.34.4: aor.1 εἱλίχθην E.Or.358; part. ἑλιχθείς Il.12.74: pf. εἵλιγμαι Hes.Th.791, ἐλήλιγμαι Paus.10.17.12: plpf. εἵλικτο E.HF927; Ion. 3pl. εἱλίχατο Hdt.7.90. —The Ion. form is found in Trag. (v. infr., codd. usu. εἱλ-; but τ' εἰ.A.Pr.138 (lyr., cod. Med.), cf.Ar.Ra.1314,1348 (cod. Rav.)), in IG l.c., and codd. of Pl. (as Ti.l.c., ἀν-ειλίττων Phlb.15e); ἐπειλίξας is f.l. in D.23.161. (ϝελ-, ἐϝελ-, cf. εἴλω, ἐλελίζω ad fin.):—turn round or about: Act. in Hom. always of turning a chariot round the doublingpost, οἶσθα γὰρ εὖ περὶ τέρματ' ἐλισσέμεν [ἵππους] Il.23.309,cf.466. 2 generally, roll, ἑ. βίου πόρον roll life's stream along, Pi.I.8(7).15; of the chariot of Day, αἰθὴρ κοινὸν φάος εἱλίσσων A.Pr.1092 (anap.); ἥλιος . . εἱλίσσων φλόγα E.Ph.3; εἰ. κόνιν roll the eddying dust, A.Pr. 1085 (anap.); ἑ. δίνας, of the Euripus, E.IT7, cf.1103 (lyr.); ἑ. κόρας, βλέφαρα, Id.HF868 (troch.), Or.1266(lyr.). 3 of any rapid motion, ἅλιον . . ἑ. πλάταν ply it swiflly, S.Aj.358 (lyr.); of the dance, ἑ. πόδα move the swift foot, cj. in E.Or.171 (lyr.), cf.IA215(lyr.); εἱ. θιάσους lead the dancing bands, Id.IT1145 (lyr.); ἑ. χορούς Stratt.66.5: abs., dance, E.Ph.234 (lyr.), cf. Or.1292 (whence ἑ. τινά dance in honour of... Id.HF690 (lyr.), IA1480 (lyr.)); ἑ. βωμόν dance round it, Call. Del.321. 4 roll or wind round, πλόκαμον περὶ ἄτρακτον Hdt.4.34, cf. 2.38; λίνον ἠλακάτᾳ δακτύλοις ἑ. E.Or.1432 (lyr.); χεῖρας ἀμφὶ γόνυ ἑ. clasp them round... Id.Ph.1622. 5 metaph., turn in one's mind, revolve, τοιαῦθ' ἑ. S.Ant.231, cf. Pl.Epin.978d; μῆτιν A.R.1.463; ἑ. κακοὺς λόγους speak wily words, E.Or.892. 6 κόλπους ἑ. form winding reaches, of rivers, D.P.630; ἀγκῶνας Id.979. II Med. and Pass., turn oneself round or about (but in Il. 12.49 εἱλίσσεθ' ἑταίρους (as read by Nicanor) rallied his comrades), ἑλιχθέντων ὑπ' Ἀχαιῶν when they turned to face the foe, ib.74, cf. 408; so of a wild boar, ἑλιξάμενος having turned to bay, 17.283; of a serpent, coil himself, ἑλισσόμενος περὶ χειῇ 22.95; ἡ δέ τ' ἐλισσομένη πέτεται (sc. καλαῦροψ) the shepherd's staff flies spinning through the air, 23.846; κνίση . . ἑλισσομένη περὶ καπνῷ rolling with the smoke, 1.317; ἑλισσόμενοι περὶ δίνας whirled round in the eddies, 21.11; of a river, δίνῃς ἀργυρέῃς εἱλιγμένος Hes.Th.791, cf. D.S.1.32; of the waves, τὸ ἑλισσόμενον αἰεὶ κυμάτων Pi.N.6.55; of ocean, ἑλίσσεσθαι περὶ πᾶσαν χθόνα A.Pr.138; ὧραι ἑλισσόμεναι the circling hours, Pi. O.4.3. 2 turn hither and thither, go about, ἀν' ὅμιλον Il.12.49; καθ' ὅμιλον ib.467; ἑλίσσετο ἔνθα καὶ ἔνθα turned himself hither and thither, doubting what to do, Od.20.24. 3 metaph., to be constantly in or about a thing, περὶ φύσας Il.18.372; ἔν τινι, εἴς τι, Pl.Tht. 194b, Porph. ap. Eus.PE3.4: c. gen., μέλιτός τε καὶ ἔργων εἱλίσσονται (sc. μέλισσαι) Arat.1030. 4 whirl in the dance, E.Ba.569 (lyr.),IA 1055 (lyr.). 5 Med. in act. sense, ἧκε δέ μιν σφαιρηδὸν ἑλιξάμενος he threw it with a whirl like a ball, Il.13.204. 6 τὰς κεφαλὰς εἱλίχατο μίτρῃσι have their heads rolled round with turbans, Hdt.7.90.
German (Pape)
[Seite 798] att. ἑλίττω, ion. u. ep. εἱλίσσω, auch bei Tragg. nach Versbedürfniß, εἱλιχθεῖσα Eur. Or. 352, u. in sp. Prosa, wie Luc. As. 37, Lob. Phryn. 30; vgl. εἱλέω, ἕλιξ, über die Schreibung ἐλίσσω Spitzner zu Il. 12, 408; aor. εἵλιξα, εἰλίξασαι Parmenid. Sext. Emp. adv. Math. 7, 111; perf. εἵλιγμαι, Sp. auch ἐλήλιγμαι, wie Paus. 10, 17, 12; εἱλίχατο Her. 7, 90; – 1) Act., herumdrehen, herumlenken; περὶ τέρμα, sc. ἵππους, Il. 23, 309. 466; ἑλιχθείς, wieder herumgedreht, gegen den Feind gewandt; übh. schwingen, schnell bewegen, στρόμβοι κόνιν, aufwirbeln, Aesch. Prom. 1086; ἅλιον πλάταν, das Ruder schwingen, Soph. Ai. 351; übertr., λογισμούς Ant. 231; vgl. Plat. Epinom. 978 c; κόρας, βλέφαρα, Eur. Herc. Fur. 868 Or. 1266, vgl. 1292; χεῖρας ἀμφί τι, umschlingen, Tr. 758 Phoen. 1622, vgl. ὠκεανὸς πόντον ἀγκάλαις ἑλίσσων Or. 1376; ὅπλοις ἑλίσσειν, mit Bewaffneten umringen, Phoen. 711; τὰς κεφαλὰς εἱλίχατο μίτρῃσι, sie hatten sich die Köpfe mit Binden umwickelt, Her. 7, 90; – πόδα, schnell bewegen, Eur. Or. 171; ohne diesen Zusatz, I. A. 215; βωμόν, um den Altar laufen, Callim. Del. 321; tanzen, den Reigen schlingen, Eur. Phoen. 235; ἁβρὰ ποδῶν βήμαθ' ἑλισσόμεναι Ep. ad. 521 (IX, 189); τινά, durch Reigen feiern, Eur. Herc. Fur. 689 I. A. 1480. Uebertr., αἰθὴρ κοινὸν φάος ἑλίσσων Aesch. Prom. 1094; Eur. ἵπποισιν εἱλίσσων φλόγα, Phoen. 3; αἴγλας παγὰν περὶ γαῖαν ἅπασαν Dionys. 2. – Vom Geiste; τοιαῦθ' ἑλίσσων Soph. Ant. 231, animo volvere; Plat. Epin. 978 c; μῆτιν Ap. Rh. – Bei Callim. Del. 13 = med. – 2) Med., sich winden, drehen, mit rascher Thätigkeit; Il. öfter, ἑλιξάμενος διὰ βήσσας, sich hindurchwinden, 17, 283; ἔνθα καὶ ἔνθα Od. 20, 24; περί τι, ὠκεανοῦ τοῦ περὶ πᾶσάν θ' εἱλισσομένου χθόν' ἀκοιμήτῳ ῥεύματι Aesch. Prom. 138; sich schlängeln, ringeln, vom Flusse, Hes. Th. 791, wie D. Sic. 1, 32; von der Schlange, Il. 22, 95; ἑλισσομένη καλαῦροψ, der durch die Luft geschleuderte, wirbelnde Hirtenstab, 23, 846. Aber κεφαλὴν σφαιρηδὸν ἑλίξασθαι, wie einen Ball schleudern, also wie das act.; κῦμα ἑλισσόμενον Pind. N. 6, 57; im Reigen sich umschwingen, tanzen, Eur. u. A., s. oben; – ἐν αὐτοῖς τούτοις στρέφεται καὶ ἑλίττεται ἡ δόξα Plat. Theaet. 194 b, wie versari.
Greek (Liddell-Scott)
ἑλίσσω: Ἐπ. ἀπαρ. -έμεν Ἰλ. Ψ. 309· Ἰων. εἱλίσσω Ἡρόδ.: μέλλ. ἑλίξω Εὐρ. Φοίν. 711· ἀόρ. εἵλιξα Πλάτ. Τίμ. 73Α· μετοχ. ἑλίξας Ἰλ. Ψ. 466, Ἰων. εἱλίξας Ἡρόδ. 4. 34. - Μέσ., Ὅμ.: μέλλ. ἑλίξομαι Ἰλ. Ρ. 728: ἀόρ. ἑλιξάμην Μ. 467, Ρ. 283. - Παθ.: μέλλ. ἑλιγήσομαι Ἑβδ. (Ἡσαΐας ΛΔ΄, 4): ἀόρ. εἱλίχθην Εὐρ., μετοχ. ἑλιχθεὶς Ἰλ. Μ. 74: πρκμ. εἵλιγμαι, ἐλήλιγμαι Παυσ. 1. 17, 12, Ἰων. γ΄ πληθ. εἱλίχατο Ἡρόδ. 7. 90: ὑπερσ. εἵλικτο Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 927. - Ὁ Ἰων. τύπος εἶναι ἐν χρήσει παρὰ τοῖς Τραγ. (χάριν τοῦ μέτρου) καὶ εὕρηται ἅπαξ ἢ δὶς ἐν χειρογράφ. τοῦ Πλάτ. (ἐν Φιλήβ. 15Ε, πρβλ. ἀνείλιξις), ἀλλ’ οὐδαμοῦ ἀπαντᾶ παρ’ Ὁμ. (Περὶ τῆς ἐτυμολ. ἴδε ἐν λ. εἵλω). Στρέφω πέριξ, εἰλῶ, κάμπτω· τὸ ἐνεργ. παρ’ Ὁμ. ἀείποτε περὶ τῆς στροφῆς τοῦ ἅρματος περὶ τοὺς καμπτῆρας, οἶσθα γὰρ εὖ περὶ τέρμαθ’ ἑλισσέμεν ἵππους Ἰλ. Ψ. 309, κτλ. 2) καθόλου, κυλίω, περιστρέφω, περιάγω, ἑλ. βίου πόρον, κυλίω ἐμπρὸς τὸ ῥεῦμα τῆς ζωῆς, Πίνδ. Ι. 7 (8), 29· οὕτως ἐπὶ τοῦ λαμπροῦ αἰθέρος, ὦ πάντων αἰθὴρ κοινὸν φάος εἱλίσσων Αἰσχύλ. Πρ. 1092· ἥλιος … εἱλίσσων φλόγα Εὐρ. Φοίν. 3· ἑλ. κόνιν Αἰσχύλ. Πρ. 1085· ἑλ. δίνας, ἐπὶ τοῦ Εὐρίπου, Εὐρ. Ι. Τ. 7, πρβλ. 1103· ἑλ. κόρας βλέφαρα ὁ αὐτ. Ἡρ. Μαιν. 868, Ὀρ. 1266. 3) ἐπὶ πάσης ὁρμητικῆς κινήσεως, ἰδίως κυκλοτεροῦς, ἅλιον … ἑλίσσων πλάταν Σοφ. Αἴ. 357· ἐπὶ ὀρχήσεως, ἑλ. πόδα Εὐρ. Ὀρ. 171, πρβλ. Ἰ. Α. 215· ἑλ. θιάσους, ὁδηγεῖν τοὺς χορευτικοὺς ὁμίλους, ὁ αὐτ. Ἰ. Τ. 1145· ἑλ. χοροὺς Στράττις ἐν Ἀδήλ. 1· καὶ ἀπολ., χορεύω, Εὐρ. Φοίν. 235, πρβλ. Ὀρ. 1292 (ὁπόθεν, ἑλ. τινά, ὀρχεῖσθαι εἰς τιμήν τινος, ὁ αὐτ. Ἡρ. Μαιν. 690, Ἰ. Α. 1480)· ἑλ. βωμόν, ὀρχεῖσθαι πέριξ αὐτοῦ, Καλλ. εἰς Δῆλ. 321. 4) περιελίσσω, πλόκαμον περὶ ἄτρακτον Ἡρόδ. 4. 34, πρβλ. 2. 38· λίνον ἠλακάτᾳ ἑλ. Εὐρ. Ὀρ. 1432· χεῖρας ἀμφὶ γόνυ ἑλ., περισφίγγειν, ὁ αὐτ. Φοιν. 1622. 5) μεταφ., περιστρέφω ἐν τῇ διανοίᾳ μου, διανοοῦμαι, τοιαῦθ’ ἑλ. Σοφ. Ἀντ. 231· ἑλ. λόγους, λέγειν πανούργους λόγους, Εὐρ. Ὀρ. 892. 6) περικάμπτω, τρισσοὺς γὰρ ἑλίσσων (ὁ Ὠκεανὸς) κόλπους... ἐρεύγεται Διον. Περιηγ. 630, πρβλ. 979. ΙΙ. παθ. καὶ μέσ., ὑποστρέφομαι, ἑλιχθέντων ὑπ’ Ἀχαιῶν, ὑποστραφέντων ὑπὸ τῶν Ἀχαιῶν, Ἰλ. Μ. 74, πρβλ. 408· οὕτως ἐπὶ κάπρου, ἑλιξάμενος, ὑποστραφείς, συστραφεὶς πρὸς ἄμυναν, Ρ. 283, πρβλ. 728 καὶ ἴδε ἐν λ. δοκεύω· ἐπὶ ὄφεως, συσπειρῶμαι, ἑλισσόμενος περὶ χειῇ. «συστρεφόμενος, εἰλούμενος περὶ σχισμῇ» (Σχόλ.), Χ. 95· ἡ δέ θ’ ἑλισσομένη πέτεται (δηλ. ἡ καλαῦροψ), ἡ δὲ βουκολικὴ ῥάβδος διέρχεται τὸν ἀέρα συστρεφομένη, Ψ. 846· κνίσῃ... ἑλισσομένη περὶ καπνῷ, συστρεφομένη μετὰ τοῦ καπνοῦ, Α. 317· ἑλισσόμενοι περὶ δίνας, περιστρεφόμενοι κατὰ τὰς δίνας, Φ. 11· οὕτως ἐπὶ ποταμῶν περιδινουμένων, περιστρεφομένων, Ἡσ. Θ. 791· ἐπὶ τῶν κυμάτων, τὸ ἑλισσόμενος ἀεὶ κυμάτων Πίνδ. Ν. 94· ἐπὶ τοῦ Ὠκεανοῦ, ἑλίσσεσθαι περὶ χθόνα Αἰσχύλ. Πρ. 138· ὧραι ἑλισσόμεναι, αἱ περιστρεφόμεναι ὧραι, Πινδ. Ο. 4. 5. 2) στρέφομαι ἐδῶ καὶ ἐκεῖ, περιφέρομαι, ἀν’ ὅμιλον Ἰλ. Μ. 49· καθ’ ὅμιλον αὐτόθι 467, πρβλ. Ρ. 728· ἑλίσσετο ἔνθα καὶ ἔνθα, περιεστρέφετο ἐδῶ καὶ ἐκεῖ ἀγνοῶν τί νὰ πράξῃ, Ὀδ. Υ. 24· ὡσαύτως, ὡς τὸ Λατ. versari, εἶμαι συνεχῶς ἠσχολημένος εἴς τι πρᾶγμα, περὶ φύσας Ἰλ. Σ. 372, πρβλ. Πλάτ. Θεαίτ. 194Β· ἐπὶ μελισσῶν, ἑλίσσεσθαι μέλιτος, ἀσχολεῖσθαι περὶ τὸ μέλι, Ἄρατ. 1030. 3) περιδινοῦμαι ὀρχούμενος, Εὐρ. Βάκχ. 570, Ι. Α. 1055. 4) Μέσ. μετ’ ἐνεργ. σημασ., ἧκε δέ μιν σφαιρηδὸν ἑλιξάμενος δι’ ὁμίλου, «ἔρριψε δὲ αὐτὴν διὰ τοῦ στρατοῦ δίκην σφαίρας συστρέψας τὴν χεῖρα» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Ν. 204. 5) τὰς κεφαλὰς εἱλίχατο μίτρῃσι, ἔχουσι τὰς κεφαλάς τῶν περιτετυλιγμένας μὲ μίτρας (σαρίκια), Ἡρόδ. 7. 90. Πρβλ. Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 475.
French (Bailly abrégé)
impf. εἵλισσον, f. ἑλίξω, ao. εἵλιξα, pf. inus.
Pass. f. inus., ao. εἱλίχθην, pf. εἵλιγμαι, pqp. εἱλίγμην;
I. faire tourner : περὶ τέρμα (s.e. ἵππους) IL faire tourner les chevaux autour de la borne (du stade) ; abs. parcourir la carrière en allant et revenant ; κόνιν ESCHL soulever des tourbillons de poussière ; πλάταν SOPH faire tourner la rame, ramer ; φάος ESCHL promener sa lumière autour du monde en parl. du soleil ; θιάσους EUR conduire des danses en rond ; ἑλ. τινα, honorer un dieu par des danses circulaires;
II. rouler, d’où
1 enrouler : πλόκαμον περὶ ἄτρακτον HDT une tresse (de fil) autour du fuseau ; Pass. τὰς κεφαλὰς εἱλίχατο μίτρῃσι HDT ils avaient des turbans enroulés autour de la tête;
2 dérouler ; fig. τι, rouler qch (une pensée, etc.) dans son esprit;
Moy. ἑλίσσομαι (f. ἑλίξομαι, ao. εἱλιξάμην);
I. intr. 1 se rouler, s’enrouler;
2 se retourner, circuler, aller et venir : ἀν’ ὅμιλον IL ou καθ’ ὅμιλον IL dans l’assemblée ; ἔνθα καὶ ἔνθα OD tourner ici et là, ne savoir que faire;
3 fig. s’occuper de (cf. lat. versari in) : περί τι, de qch;
II. tr. faire tourner, faire tournoyer : τινα σφαιρηδόν IL qqn comme une balle.
Étymologie: ἕλιξ.
English (Autenrieth)
(ϝελ.), inf. ἑλισσέμεν, aor. part. ἑλίξᾶς, mid. ipf. εἱλίσσετο, ἑλίσσετο, aor. part. ἑλιξάμενος, pass. ἑλιχθέντων: curl, wind, turn, mid. intrans., causative, ‘making it roll,’ Il. 13.204; of a serpent ‘coiling’ himself, ἐλισσόμενος περὶ χειῇ, Il. 22.95; savor of a sacri fice curling upwards, ἑλισσομένη περὶ καπνῷ, Il. 11.317; of turning the goal in a race, Il. 23.309; then of persons going around, turning to and fro, facing about and ‘rallying,’ Il. 21.11, Il. 23.320, Il. 12.74.